τωθάζω: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> τωθάσομαι, <i>ao.</i> ἐτώθασα, <i>pf. inus.</i><br />se moquer de, railler, plaisanter, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG terme expressif, pê pop., sans étym. | |btext=<i>f.</i> τωθάσομαι, <i>ao.</i> ἐτώθασα, <i>pf. inus.</i><br />se moquer de, railler, plaisanter, acc..<br />'''Étymologie:''' DELG terme expressif, pê pop., sans étym. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ, και [[θωτάζω]], Α<br />[[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>απόλ.</b> [[χλευάζω]]<br /><b>2.</b> (κατὰ τον <b>Ησύχ.</b>) α) «λοιδορῶ» <br />β) «[[ἐρεθίζω]]» <br />γ) «κακολογῶ» <br />δ) «[[θωπεύω]]» <br />ε) «κατακαυχῶμαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Ο τ. [[θωτάζω]] προήλθε πιθ. από την [[παραπάνω]] λ. με [[μετάθεση]] συμφώνων]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
Ar.V.1368, Theoc.16.9, etc.: fut.
A τωθάσομαι Pl.Hp. Ma.290a (τωθάσω Ar.V.1362 is aor. subj.; τωθάσουσι as fut. is v.l. in Gal.6.234): aor. ἐτώθασα Ar. l. c., Arist.Rh.1381a34, Jul. Or.5.159a, (ἐπ-) Hp.Ep.17: also θωτάξω (q.v.):—mock, jeer at, flout, τινα Hdt.2.60, Ar.V.1362, Pl. l. c., Herod.7.103; πολλὰ τ. τινά Theoc. l.c.:—Pass., to be mocked, Pl.R.474a, Lib.Decl.19.33. 2 abs., jeer, Ar.V.1368, Arist. l.c.
Greek (Liddell-Scott)
τωθάζω: Δωρικ. τωθάσδω· μέλλ. τωθάσομαι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290Α (τωθάσω Ἀριστοφ. Σφ. 1362 εἶναι ἀόρ. ὑποτακτ.)· ἀόρ. ἐτώθασα, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. Ρητορ. 2. 4, 13, (ἐπ-) Ἱππ. 1281. 15· ἐτώθαξα Τζέτζ. Ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελῶ, σκώπτω, μυκτηρίζω, τινὰ Ἡρόδ. 2. 60, Ἀριστοφ. Σφ. 1362, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πολλὰ τ. τινὰ Θεόκρ. 16 9. - Παθ., μυκτηρίζομαι, χλευάζομαι, Πλάτ. Πολ. 474Α. 2) ἀπολ., ἐμπαίζω, χλευάζω, Ἀριστοφ. Σφ. 1368, Ἀριστ. Ρητορ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Ὡς παράδειγμα τοῦ τωθάζειν οἱ παλαιοὶ μνημονεύουσι τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Ἐμπεδοκλέους ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 21, ὃ ἴδε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τωθάζει· χλευάζει, μετὰ κενοδοξίας σκώπτει. ἐρεθίζει. κατακαυχᾶται. λοιδορεῖ. θωπεύει. κακολογεῖ».
French (Bailly abrégé)
f. τωθάσομαι, ao. ἐτώθασα, pf. inus.
se moquer de, railler, plaisanter, acc..
Étymologie: DELG terme expressif, pê pop., sans étym.
Greek Monolingual
ΜΑ, και θωτάζω, Α
εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ
αρχ.
1. απόλ. χλευάζω
2. (κατὰ τον Ησύχ.) α) «λοιδορῶ»
β) «ἐρεθίζω»
γ) «κακολογῶ»
δ) «θωπεύω»
ε) «κατακαυχῶμαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Ο τ. θωτάζω προήλθε πιθ. από την παραπάνω λ. με μετάθεση συμφώνων].