συμπροπέμπω: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=escorter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προπέμπω]]. | |btext=escorter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προπέμπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[προπέμπω]]<br /><b>1.</b> [[προπέμπω]] κι εγώ, [[κατευοδώνω]] κάποιον [[μαζί]] με τους άλλους<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε νεκρική [[πομπή]]<br /><b>3.</b> [[συνοδεύω]] κι εγώ («ἐδεήθησαν δὲ καὶ τῶν Μεγαρέων ναυσὶ σφᾱς ξυμπροπέμψαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[στέλνω]] [[μαζί]] εκ τών προτέρων («τοῡ Πατρὸς... ἀποστέλλοντος τὸν υἱὸν συναποστέλλει καὶ συμπροπέμπει τὸ ἅγιον πνεῡμα... ἐν καιρῷ ὑπισχνούμενον καταβῆναι πρὸς τὸν [[υἱόν]]», Ωριγ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
A join in escorting, τινα Hdt.9.1, Ar.Ra.404,410, X.Cyr.1.6.1, etc.; σ. τινὰ ναυσίν Th.1.27; τὸ σῶμά τινος, in funeral procession, D.H.8.59.
German (Pape)
[Seite 990] mit, zugleich, zusammen geleiten; Ar. Ran. 403. 414; Her. 9, 1; τινὰ ναυσίν, Thuc. 1, 27; Xen. Cyr. 1, 6, 1. 3, 3, 4. 8, 4, 27.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροπέμπω: προπέμπω, συνοδεύω, ὁμοῦ, τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59.
French (Bailly abrégé)
escorter ensemble.
Étymologie: σύν, προπέμπω.
Greek Monolingual
Α προπέμπω
1. προπέμπω κι εγώ, κατευοδώνω κάποιον μαζί με τους άλλους
2. μετέχω σε νεκρική πομπή
3. συνοδεύω κι εγώ («ἐδεήθησαν δὲ καὶ τῶν Μεγαρέων ναυσὶ σφᾱς ξυμπροπέμψαι», Θουκ.)
4. στέλνω μαζί εκ τών προτέρων («τοῡ Πατρὸς... ἀποστέλλοντος τὸν υἱὸν συναποστέλλει καὶ συμπροπέμπει τὸ ἅγιον πνεῡμα... ἐν καιρῷ ὑπισχνούμενον καταβῆναι πρὸς τὸν υἱόν», Ωριγ.).