ἰδιόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une forme particulière.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]], [[μορφή]].
|btext=ος, ον :<br />d’une forme particulière.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]], [[μορφή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει ιδιάζουσα [[μορφή]] ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο [[κτήριο]]» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι [[ζῷον]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>μορφος</i>, <i>τερατό</i>-<i>μορφος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐόμορφος Medium diacritics: ἰδιόμορφος Low diacritics: ιδιόμορφος Capitals: ΙΔΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: idiómorphos Transliteration B: idiomorphos Transliteration C: idiomorfos Beta Code: i)dio/morfos

English (LSJ)

ον,

   A of peculiar form, Thphr.HP9.13.6, Str.4.6.10, Plu.Mar.25.

German (Pape)

[Seite 1236] von besonderer, eigener Gestalt; ζῷον Strab. IV, 207; Plut. Mar. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιόμορφος: -ον, ἔχων ἰδίαν μορφήν, Στράβ. 207, Πλουτ. Μάρ. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une forme particulière.
Étymologie: ἴδιος, μορφή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος, τερατό-μορφος].