ἡμιπλίνθιον: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />demi-brique.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[πλίνθος]].
|btext=ου (τό) :<br />demi-brique.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[πλίνθος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιπλίνθιον]], τὸ και ἡμίπλινθος, ἡ (Α) [[ημίπλινθος]]<br />μισή [[πλίνθος]], μισό τούβλο.
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιπλίνθιον Medium diacritics: ἡμιπλίνθιον Low diacritics: ημιπλίνθιον Capitals: ΗΜΙΠΛΙΝΘΙΟΝ
Transliteration A: hēmiplínthion Transliteration B: hēmiplinthion Transliteration C: imiplinthion Beta Code: h(mipli/nqion

English (LSJ)

τό, (πλίνθος)

   A half-plinth, brick (two of which formed a plinth), ἡμιπλίνθια χρυσοῦ ingots of gold, Hdt.1.50, cf. IG12.314.82:—also ἡμί-πλινθος, ὁ, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1169] τό, Halbziegel, Her. 1, 50; Themist. or. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιπλίνθιον: τό, (πλίνθος) ἡμίσεια πλίνθος, «τοῦβλον» (ὧν δύο ἀπετέλουν μίαν πλίνθον), Λατ. semilaterium, ἡμιπλίνθια χρυσοῦ, ἐλάσματα παχέα ἀκατεργάστου χρυσοῦ, Ἡρόδ. 1. 50.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
demi-brique.
Étymologie: ἡμι-, πλίνθος.

Greek Monolingual

ἡμιπλίνθιον, τὸ και ἡμίπλινθος, ἡ (Α) ημίπλινθος
μισή πλίνθος, μισό τούβλο.