καταιβάτης: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui lance la foudre;<br /><b>2</b> qui tombe sur la terre <i>en parl. de la foudre</i>.<br />'''Étymologie:''' *καταιβαίνω, c. [[καταβαίνω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui lance la foudre;<br /><b>2</b> qui tombe sur la terre <i>en parl. de la foudre</i>.<br />'''Étymologie:''' *καταιβαίνω, c. [[καταβαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταιβάτης]], ὁ θηλ. [[καταιβάτις]] (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. του [[Διός]]) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές<br /><b>2.</b> (ως επίθ. του Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη<br /><b>3.</b> (επίθ. του Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει [[κάτω]] από τη γη με [[καταβόθρα]]<br /><b>5.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κατεβαίνει [[κάτω]] από τη γη<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ καταιβάται</i><br />[[μέλη]] θιάσου, λάτρεις του Διονύσου<br /><b>7.</b> <b>το θηλ.</b> α) απότομη, απόκρημνη, [[κατωφερής]]<br />β) αυτή που κατεβάζει («σελήνην [[καταιβάτις]]» — αυτή που κατεβάζει με [[μάγια]] το [[φεγγάρι]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καταί]] (ποιητ. τ. του [[κατά]]) <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-[[βάτης]], <i>παρα</i>-[[βάτης]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταιβάτης Medium diacritics: καταιβάτης Low diacritics: καταιβάτης Capitals: ΚΑΤΑΙΒΑΤΗΣ
Transliteration A: kataibátēs Transliteration B: kataibatēs Transliteration C: kataivatis Beta Code: kataiba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, a name of Zeus as

   A descending in thunder and lightning, Ar.Pax42, Clearch.9, Lyc.1370, IG2.1659b, 12(3).1360 (Thera), 1093 (Melos), BCH50.245 (Thasos), Ἀρχ.Ἐφ.1924.146 (Thess.), Paus.5.14.10, Corn.ND9: applied by Athenian flattery to Demetrius, Plu.Demetr.10; also κ. κεραυνός, σκηπτός, A.Pr.361, Lyc.382.    2 of Hermes, who led souls down to the nether world, Sch.Ar.Pax649.    3 ofἈχέρων, that to which one descends, downward, E.Ba.1360.    4 of a person, descending underground, Dam. Isid.131.    5 καταιβάται, οἱ, members of a thiasos of worshippers of Dionysus, Inscr.Magn.215a36.--In these senses the form καταβάτης never occurs; cf. καταιβάσιος, καταιβάτις, etc.

Greek (Liddell-Scott)

καταιβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς καταβαίνοντος ἐν βρονταῖς καὶ ἀστραπαῖς, ὁ Jupiter Elicius τῶν Ρωμαίων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 42, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 522F, Λυκόφρ. 1370, Παυσ. 5. 14, 10, Κορνοῦτος περὶ Θ. Φύσ. 9·― ὠσαύτως ἐπὶ τῆς βροντῆς αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 359, Λυκόφρ. 382· ― ἀπεδίδετο ὑπὸ τῶν κολάκων Ἀθηναίων εἰς τὸν Δημήτριον, Πλουτ. Δημήτρ. 10. 2) ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ ὅστις ὡδηγεῖ τὰς ψυχὰς εἰς τὸν ᾍδην, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 649. 3) ἐπὶ τοῦ Ἀχέροντος, ὁ καταβαίνων ὑπὸ τὴν γῆν διὰ καταβόθρας. Εὐρ. Βάκχ. 1360.― Ἐπὶ τούτων τῶν ἐννοιῶν ὁ τύπος καταβάτης οὐδέποτε ἀπαντᾷ· πρβλ. καταιβάσιος, καταιβάτις, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 qui lance la foudre;
2 qui tombe sur la terre en parl. de la foudre.
Étymologie: *καταιβαίνω, c. καταβαίνω.

Greek Monolingual

καταιβάτης, ὁ θηλ. καταιβάτις (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές
2. (ως επίθ. του Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη
3. (επίθ. του Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη με καταβόθρα
5. (για πρόσ.) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη
6. στον πληθ. οἱ καταιβάται
μέλη θιάσου, λάτρεις του Διονύσου
7. το θηλ. α) απότομη, απόκρημνη, κατωφερής
β) αυτή που κατεβάζει («σελήνην καταιβάτις» — αυτή που κατεβάζει με μάγια το φεγγάρι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταί (ποιητ. τ. του κατά) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. επι-βάτης, παρα-βάτης.