πολύχοος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(Bailly1_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br />très multiple, très varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χέω]]. | |btext=οος, οον;<br />très multiple, très varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύχοος:''' стяж. [[πολύχους]] 2<br /><b class="num">1)</b> весьма плодовитый (ἡ [[τενθρηδών]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> дающий большой урожай ([[καρπός]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> разнообразный, многосторонний (ἡ [[ἐναντίωσις]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
or πολυ-χόος, ον, contr. πολύ-χους, ουν, (χέω)
A pouring forth much, yielding much, of animals, prolific, Arist.HA629a35, cf. Vett. Val.10.28; of fruit and grain, Thphr.HP8.4.3; πολυχούστερα τὰ χεδροπά Id.CP4.8.1; τὸ καταβληθὲν πολύχουν ἀποδίδωσιν J.BJ4.8.3: metaph. of a writer or orator, copious, τῶν καθ' αὑτὸν πολυχούστατος Phld.Acad.Ind.p.102 M., cf. Rh.1.157 S. 2 capable of great diffusion, Hp.Vict.2.56. 3 in large quantity, κόπρος Heraclit.All.33. II manifold, various, Arist.Rh.1418b9: Comp. -χούστερος Id.PA656a5; πολύχουν τὸ φυτὸν καὶ ποικίλον Thphr.HP 1.1.10; τὸ πολύχουν variety, Ptol.Geog.1.15.1; τὸ π. τῆς φύσεως the prodigal variety of Nature, Plot.6.2.3; ποικίλον καὶ π. χρῆμα ἡ ψυχή Them.Or.2.35a; π. καὶ πολύτροπος Iamb.Protr.21.λή; π. ἐν πᾶσιν ἰητρός IG14.1813. 2 frequent, π. κακία, σπάνιον δ' ἡ ἀρετή Ph.2.4, cf. Iamb. in Nic.p.33 P.
German (Pape)
[Seite 677] zsgzgn πολύχους, viel gießend, schüttend; von Feld- u. Baumfrüchten, viel Ertrag gebend, καρπός, Luc. abd. 27; σπέρμα πολύχουν, Theophr.; auch von Thieren, Arist. H. A. 9, 43. – Uebh. vielfach, mannichfaltig, πολυχουστέραν ἰδέαν Arist. part. an. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχοος: ἢ πολυχόος, ον, συνῃρ. -χους, ουν· (χέω)· ― ὁ πολλὰ προχέων, πολλὰ παράγων, ἐπὶ ζῴων, γόνιμος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 43, 2· ἐπὶ καρπῶν καὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3· πολυχούστερα τὰ χεδροπὰ ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 1, κτλ. ΙΙ. πολλαπλοῦς, ποικίλος, Ἀρίστ. Ρητορ. 3. 17, 14· συγκρ. -χούστερος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 3· π. καὶ ποικίλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 10· τὸ πολύχουν, ποικιλία, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πολυβίου. 2) συχνός, ἀντίθετον τῷ σπάνιος, Ἰαμβλ. Ἀριθμ. σ. 45.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
très multiple, très varié.
Étymologie: πολύς, χέω.
Russian (Dvoretsky)
πολύχοος: стяж. πολύχους 2
1) весьма плодовитый (ἡ τενθρηδών Arst.);
2) дающий большой урожай (καρπός Luc.);
3) разнообразный, многосторонний (ἡ ἐναντίωσις Arst.).