ἐχθραίνω: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=haïr, acc. ; <i>p. ext.</i> être ennemi de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχθρα]]. | |btext=haïr, acc. ; <i>p. ext.</i> être ennemi de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχθρα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐχθραίνω]] (ΑΜ) [[έχθρα]]<br />(μεταγ. τ. του [[εχθαίρω]])<br /><b>1.</b> [[μισώ]], [[εχθρεύομαι]]<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, [[είμαι]] [[εχθρός]] («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ» Τζέτζ.)<br /><b>μσν.</b><br />(και το μέσ.) <i>ἐχθραίνομαι</i><br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[εχθρεύομαι]], [[μισώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μτχ. αορ.) <i>οἱ ἐχθράναντες</i><br />οι εχθροί. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
impf.
A ἤχθραινον X.Ages.11.5: aor. 1 ἤχθρηνα Max.67, -ᾱνα Ph.2.394; later form of ἐχθαίρω (q.v.): (ἐχθρός):— hate, τινα X.l.c.; τι Ph.2.297; οἱ ἐχθράναντες one's enemies, ib.394:— Pass., ὑπό τινων Phld.Mort.20; also ἐ. τινί to be at enmity with, LXX Nu.25.18, al., Ael.NA5.2. II make hateful or hostile, τινά τινι Max.l.c.
German (Pape)
[Seite 1125] = ἐχθαίρω, hassen; οὐδένα ἤχθρανε Xen. Ages. 11, 5; Sp., wie Plut. Num. 5; – feindlich sein, τινί, Ael. H. A. 5, 2. – Bei Soph. Ant. 93 Ai. 664 ist jetzt ἐχθαίρω hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθραίνω: παρατ. ἤχθραινον Ξεν. Ἀγησ. 11. 5: ἀόρ. ἤχθρηνα Μάξιμ, π. καταρχ. 67· (ἐχθρός): ― μεταγεν. τύπος τοῦ ἐχθαίρω (ὃ ἴδε), μισῶ, τινα Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Νουμ. 5: ― ὡσαύτως, ἐχθραίνω τινί, διατελῶ ἐν ἐχθρικαῖς σχέσεσι πρός τινα, Αἰλ. π. Ζ. 5. 2. ΙΙ. καθιστῶ τινα μισητὸν ἢ ἐχθρικόν, τινά τινι Μάξιμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐχθραίνουσα τέκνοις γονέας Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 26.
French (Bailly abrégé)
haïr, acc. ; p. ext. être ennemi de, τινι.
Étymologie: ἔχθρα.
Greek Monolingual
ἐχθραίνω (ΑΜ) έχθρα
(μεταγ. τ. του εχθαίρω)
1. μισώ, εχθρεύομαι
2. βρίσκομαι σε εχθρικές σχέσεις με κάποιον, είμαι εχθρός («δύο ἀδελφοὶ ἐχθραίνοντες ἀλλήλοις», Τζέτζ.)
3. κάνω κάποιον εχθρικό, μισητό («τὰς Ἑλληνίδας πόλεις ἤχθραινε τῷ Δαρείῳ» Τζέτζ.)
μσν.
(και το μέσ.) ἐχθραίνομαι
(με ενεργ. σημ.) εχθρεύομαι, μισώ
αρχ.
(μτχ. αορ.) οἱ ἐχθράναντες
οι εχθροί.