εὐκλεής: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>épq.</i> [[ἐϋκλεής]];<br />ής, ές ; <i>gén.</i> εὐκλεέος-εοῦς;<br />illustre, glorieux;<br /><i>Cp.</i> εὐκλεέστερος, <i>Sp.</i> εὐκλεέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κλέος]]. | |btext=<i>épq.</i> [[ἐϋκλεής]];<br />ής, ές ; <i>gén.</i> εὐκλεέος-εοῦς;<br />illustre, glorieux;<br /><i>Cp.</i> εὐκλεέστερος, <i>Sp.</i> εὐκλεέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κλέος]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ές, [[εὐκλειής]] ([[κλέος]]), acc. pl. εὐκλεῖας: [[glorious]], [[renowned]], Il. 10.281, Od. 21.331.—Adv., [[εὐκλεῶς]], εὐκλειῶς, [[gloriously]], Il. 22.110. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:29, 15 August 2017
English (LSJ)
ές, acc.sg. Εὐκλεέα, contr.
A εὐκλεᾶ Pi.P.12.24 (-έα codd.), shortened εὐκλέᾰ Id.N.6.29, S.OT161 (lyr., s. v.l.), disyll., B.5.196; dat. Εὐκλεέϊ, shortened εὐκλέῐ Pi.N.2.24: acc. pl. Εὐκλεέας, contr. ἐϋκλεῖας Il.10.281, Od.21.331, shortened εὐκλέᾰς Id.O.2.90, Simon. 95.1; later poet. εὐκλειής Epigr.Gr.946 (Tralles), ἐϋκλειής A.R.1.73; gen. εὐκλειοῦς Arch.Pap.1.220 (ii B.C.): (κλέος):—of good report, famous, freq. of persons, Od.l. c., etc.; also of things, οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι Il.17.415; ὀϊστοί Pi.O.2.90, cf. N.6.29, etc.; εὐκλέα γλῶσσαν a song that tells of his glory, B. l.c.; γόος εὐκλεὴς . . Ἀτρείδαις A.Ch. 321 (lyr.); βίου πονηροῦ θάνατος -έστερος Id.Fr.90; -έστατος βίος E.Alc.623, etc.: in Prose, of persons, X. Vect.6.1 (Comp.), HG7.2.20 (Sup.), Pl.Mx.247d; δόξα εὐ. Id.Smp. 208d; later πόσῳ εὐκλέεστερον . . ; c. inf., Muson.Fr.19p.109H.; εὐ. θάνατος Ph.2.574 (Sup.). Adv. -εῶς, Ep. -ειῶς, ὀλέσθαι ἐϋκλειῶς πρὸ πόληος Il.22.110, cf. AP6.332.8 (Hadr.); εὐκλεῶς ἀπολέσθαι, κατθανεῖν, A.Pers.328, Ag.1304: Sup. εὐκλεέστατα X.Eq.Mag.1.1. II Εὐκλῆς, Orphic title of Hades, IG14.641 (Thurii).
German (Pape)
[Seite 1074] ές, guten Ruf habend, berühmt; οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεές, es ist nicht rühmlich für uns, Il. 17, 415; über die Formen ἐϋκλεῖας, 10, 281 Od. 21, 331, εὐκληεῖς, Il. 12, 318, vgl. Spitzner Exc. XXII zur Il. Oft bei Pind., von Personen u. Sachen, εὐκλέα νᾶσον N. 5, 15, εὐκλεῖα οὖρον 6, 30, ἔργα, ὀϊστοί, I. 3, 7 Ol. 2, 99; Tragg., θρόνον εὐκλέᾰ (für εὐκλεᾶ) θάσσει Soph. O. R. 161; εἰκλεέστατον βίον Eur. Alc. 623; ἀγαθοὺς καὶ εὐκλεεῖς Plat. Menex. 247 d; δόξης εὐκλεοῦς Conv. 208 d; sonst nicht häufig in Prosa. – Adv. εὐκλεῶς, ruhmvoll, κατθανεῖν Aesch. Ag. 1276; Pers. 320; Eur. öfter; τελευτῆσαι Xen. An. 6, 3, 17; Sp. – Ep. ἐϋκλειῶς, Il. 22, 110; Adrian. ep. 1 (VI, 332).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκλεής: -ές, παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 73, κλ. ἐϋκλειής, ἴδε κατωτ.: οἱ ποιηταὶ μεταχειρίζονται συντετμημένους τύπους πτώσεών τινων, δοτ. εὐκλέϊ ἀντὶ εὐκλεέϊ ἢ -εεῖ, Πινδ. Ν. 2. 39· αἰτ. τοῦ ἑνικ. εὐκλέα ἀντὶ εὐκλεέα ἢ -εᾰ, Πίνδ., Σοφ. Ο. Τ. 161, Βακχυλ. κλ.· αἰτ. τοῦ πληθ. εὐκλέας ἀντὶ εὐκλεέας ἢ -εῖς, Σιμωνίδ. 31. 1, Πινδ. Ο. 2. 163: - ὡσαύτως ἔχομεν τοὺς ἐκτεταμένους ποιητ. τύπους εὐκλειὴς Συλλ. Ἐπιγρ. 2936. αἰτ. εὐκλεῖα Πινδ. Ν. 6. 50· πληθ. ἐϋκλεῖας Ἰλ. Κ. 281, Ὀδ. Φ. 331: πρβλ. ἀγακλέης, (κλέος). Ἔχων καλὸν κλέος, περίφημος, ἔνδοξος, Ὅμ., κλ.· οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεὲς Ἰλ. Ρ. 415· γόος... εὐκλεὴς… Ἀτρείδαις, πρὸς δόξαν τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 321· βίου πονηροῦ θάνατος εὐκλεέστερος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 86· εὐκλεέστατος βίος Εὐρ. Ἄλκ. 633, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ειῶς, ὀλέσθαι ἐϋκλειῶς πρὸ πόληος Ἰλ. Χ. 110, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 332· εὐκλεῶς ἀπολέσθαι, κατθανεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 328, Ἀγ. 1304· Ὑπερθ., εὐκλεέστατα Ξεν. Ἱπαρχικ. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐϋκλεής;
ής, ές ; gén. εὐκλεέος-εοῦς;
illustre, glorieux;
Cp. εὐκλεέστερος, Sp. εὐκλεέστατος.
Étymologie: εὖ, κλέος.
English (Autenrieth)
ές, εὐκλειής (κλέος), acc. pl. εὐκλεῖας: glorious, renowned, Il. 10.281, Od. 21.331.—Adv., εὐκλεῶς, εὐκλειῶς, gloriously, Il. 22.110.