τυμβίτης: Difference between revisions

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[τυμβεῖος]].<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[τυμβεῖος]].<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]].
}}
{{grml
|mltxt=και δ. τ. [[τυμβείτης]], ὁ, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] κηδείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀνυχ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβίτης Medium diacritics: τυμβίτης Low diacritics: τυμβίτης Capitals: ΤΥΜΒΙΤΗΣ
Transliteration A: tymbítēs Transliteration B: tymbitēs Transliteration C: tymvitis Beta Code: tumbi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A on or at the grave, λᾶας AP7.198 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ τοῦ τύμβου, μνηματίτης, λᾶας Ἀνθ. Π. 7. 198.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m;
c.
τυμβεῖος.
Étymologie: τύμβος.

Greek Monolingual

και δ. τ. τυμβείτης, ὁ, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια κηδείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ὀνυχ-ίτης)].