πενθικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[πένθος]].
|btext=ή, όν :<br />de deuil.<br />'''Étymologie:''' [[πένθος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πένθος]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στο [[πένθος]], ο [[πένθιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενθικῶς</i><br /><b>φρ.</b> «πενθικῶς ἔχω τινός» — [[πενθώ]] για κάποιον.
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθῐκός Medium diacritics: πενθικός Low diacritics: πενθικός Capitals: ΠΕΝΘΙΚΟΣ
Transliteration A: penthikós Transliteration B: penthikos Transliteration C: penthikos Beta Code: penqiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for mourning, mournful, ὀδυρμοί Plu.2.102b ; θέα Porph.Abst.2.50 ; ἐσθής Chor.p.6B.; ἐν πενθικοῖς (sc. ἐσθήμασι) LXX Ex.33.4. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός to be in mourning for a person, X.Cyr.5.2.7 ; πάνυ π. ἐσκευασμένη Luc.Cal.5, cf. Plu.2.1 13d (v.l. -ητικῶς).

German (Pape)

[Seite 555] zur Klage od. Trauer gehörig, Sp., πενθικοὶ ὀδυρμοί, Plut. consol. ad Apoll. p. 317; πενθικῶς ἔχειν τοῦ ἀδελφοῦ τεθνηκότος, um den Bruder trauern, Xen. Cyr. 5, 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

πενθῐκός: -ή, -όν, (πένθος) πένθιμος, Πλούτ. 2.102Β, κτλ.· ἐν πενθικοῖς (ἐξυπ. ἐσθήμασι) Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΓ΄, 4)· - Ἐπίρρ., πενθικῶς ἔχειν τινός, πενθεῖν, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 7· πάνυ π. ἐσκευασμένη Λουκ. περὶ Διαβολῆς 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de deuil.
Étymologie: πένθος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πένθος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στο πένθος, ο πένθιμος.
επίρρ...
πενθικῶς
φρ. «πενθικῶς ἔχω τινός» — πενθώ για κάποιον.