σκαλεύς: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui sarcle.<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />celui qui sarcle.<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που σκαλίζει, [[ιδίως]] τα [[λαχανικά]] του κήπου ή τα [[σπαρτά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[σκαλεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A hoer, X.Oec.17.12,15.
German (Pape)
[Seite 888] ὁ, der Grabende, Hackende, bes. der Gartengewächse od. Saat behackt; Xen. Oec. 17, 12; Poll. 1, 221.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλεύς: έως, ὁ, (σκάλλω) ὁ σκαλίζων, «τσαπίζων», Ξεν. Οἰκ. 17. 12 καὶ 15.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
celui qui sarcle.
Étymologie: σκάλλω.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
αυτός που σκαλίζει, ιδίως τα λαχανικά του κήπου ή τα σπαρτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σκαλεύω.