αἰνόθρυπτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(Bailly1_1)
(2)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />terriblement mou, efféminé.<br />'''Étymologie:''' [[αἰνός]], [[θρύπτω]].
|btext=ος, ον :<br />terriblement mou, efféminé.<br />'''Étymologie:''' [[αἰνός]], [[θρύπτω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰνόθρυπτος:''' -ον ([[θρύπτω]]), ελεεινά αποχαυνωμένος, [[τρυφηλός]], [[οκνηρός]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 17:24, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

αἰνόθρυπτος: -ον, = ὁ δεινῶς ἐκνενευρισμένος, τρυφηλός, ὀκνηρός, Θέοκρ. 15. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
terriblement mou, efféminé.
Étymologie: αἰνός, θρύπτω.

Greek Monotonic

αἰνόθρυπτος: -ον (θρύπτω), ελεεινά αποχαυνωμένος, τρυφηλός, οκνηρός, σε Θεόκρ.