καταγοητεύω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> tromper par des moyens de charlatan, ensorceler;<br /><b>2</b> falsifier, altérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γοητεύω]].
|btext=<b>1</b> tromper par des moyens de charlatan, ensorceler;<br /><b>2</b> falsifier, altérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γοητεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καταγοητεύω]])<br />[[γοητεύω]] κάποιον σε μεγάλο βαθμό, [[μαγεύω]] κάποιον, [[σαγηνεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] με τεχνάσματα («καταγοητεύειν ὤετο χρῆναι αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[γαληνεύω]] κάποιον, [[κατευνάζω]] κάποιον<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>καταγοητεύομαι</i><br />παρασκευάζομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να [[είμαι]] [[αρεστός]] («κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος» — το [[κρέας]] που παρασκευάστηκε με καρυκεύματα για να [[είναι]] νόστιμο, Αιλ.).
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγοητεύω Medium diacritics: καταγοητεύω Low diacritics: καταγοητεύω Capitals: ΚΑΤΑΓΟΗΤΕΥΩ
Transliteration A: katagoēteúō Transliteration B: katagoēteuō Transliteration C: katagoiteyo Beta Code: katagohteu/w

English (LSJ)

   A bewitch: hence, cheat or blind by trickery, τινα X. Cyr.8.1.40; ἡδονὴ τὸ σῶμα -γεγοήτευκεν Plu.2.986e:—Pass., v.l. in X.An.5.7.9, M.Ant.10.13; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος meat disguised by sauce, Ael.NA4.40.

German (Pape)

[Seite 1343] bezaubern, betrügen, durch Blendwerke u. listige Kunstgriffe imponiren, τινά, Xen. Cyr. 8, 1, 40; ἐξαπατηθέντας καὶ καταγοητευθέντας An. 5, 7, 9; Sp.; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, verfälscht od. künstlich zubereitet, Ael. H. A. 4, 40.

Greek (Liddell-Scott)

καταγοητεύω: καταμαγεύω, ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων, τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 40, Ἀν. 5. 7, 9, Πλούτ. 2. 986Ε, κτλ.· κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, μεταβληθέντος, τροποποιηθέντος διὰ τῆς καρυκευτικῆς τέχνης, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40.

French (Bailly abrégé)

1 tromper par des moyens de charlatan, ensorceler;
2 falsifier, altérer.
Étymologie: κατά, γοητεύω.

Greek Monolingual

(AM καταγοητεύω)
γοητεύω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, μαγεύω κάποιον, σαγηνεύω
αρχ.
1. εξαπατώ με τεχνάσματα («καταγοητεύειν ὤετο χρῆναι αὐτούς», Ξεν.)
2. γαληνεύω κάποιον, κατευνάζω κάποιον
3. παθ. καταγοητεύομαι
παρασκευάζομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να είμαι αρεστός («κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος» — το κρέας που παρασκευάστηκε με καρυκεύματα για να είναι νόστιμο, Αιλ.).