μετανάστιος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μετανάστης]].<br />'''Étymologie:''' [[μετανάστης]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μετανάστης]].<br />'''Étymologie:''' [[μετανάστης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μετανάστιος]], -ον (Α) [[μετανάστης]]<br />αυτός που περιπλανιέται από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]], περιπλανώμενος, [[πλάνης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A wandering, Nonn.D.1.110; Νύμφαι AP9.814.
German (Pape)
[Seite 151] den μετανάστης betreffend, auswandernd, wegziehend; Νύμφαι μετανάστιοι, Ep. ad. (IX, 814); Nonn. D. 1, 110.
Greek (Liddell-Scott)
μετανάστιος: -ον, πλανώμενος, πλάνης, Νόνν. Δ. 1. 110· Νύμφαι Ἀνθ. Π. 9. 814.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. μετανάστης.
Étymologie: μετανάστης.
Greek Monolingual
μετανάστιος, -ον (Α) μετανάστης
αυτός που περιπλανιέται από ένα μέρος σε άλλο, περιπλανώμενος, πλάνης.