σπέλεθος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[πέλεθος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[πέλεθος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ή [[πέλεθος]], ὁ, Α<br />τα [[κόπρανα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όρος του καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το [[επίθημα]] -<i>θος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>όν</i>-<i>θος</i>, <i>σπύρα</i>-<i>θος</i>), και πιθ. τα [[διπλά]] σύμφωνα τών τύπων [[σπέλληξι]] και [[πελλία]]. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>el</i>- «[[σχίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σπολάς]]). Ανάλογη [[διαφορά]] σημασιών έχουμε και στους τύπους [[σχίζω]] και γερμ. <i>scheiqen</i> «[[κοπρίζω]]», τα οποία συνδέονται [[μεταξύ]] τους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
A f.l. for πέλεθος in Ar.Ec.595; cf. σπέληξ.
German (Pape)
[Seite 919] ὁ, = πέλεθος; Ar. Ach. 1133 Eccl. 595; Hegemon bei Ath. XV, 698 d.
Greek (Liddell-Scott)
σπέλεθος: διάφ. γραφ. ἀντὶ πέλεθος ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 595.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. πέλεθος.
Greek Monolingual
ή πέλεθος, ὁ, Α
τα κόπρανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όρος του καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το επίθημα -θος (πρβλ. όν-θος, σπύρα-θος), και πιθ. τα διπλά σύμφωνα τών τύπων σπέλληξι και πελλία. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)p(h)el- «σχίζω» (πρβλ. σπολάς). Ανάλογη διαφορά σημασιών έχουμε και στους τύπους σχίζω και γερμ. scheiqen «κοπρίζω», τα οποία συνδέονται μεταξύ τους].