νεοσπάς: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />nouvellement arraché (rameau).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[σπάω]]. | |btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />nouvellement arraché (rameau).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[σπάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεοσπάς]], ό και ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[πριν]] από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, [[φρεσκοκομμένος]] («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῑς», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπάς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπαδ</i>- του [[σπάω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οδυνο</i>-<i>σπάς</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ,
A newly torn away, fresh-plucked, θαλλοί S.Ant.1201, cf. Fr.502.
German (Pape)
[Seite 244] άδος, = Folgdm, ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖς, Soph. Ant. 1188, vgl. frg. 445.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, ὁ νεωστὶ ἀποσπασθείς, ἀποκοπείς, θαλλὸς Σοφ. Ἀντ. 1201, Ἀποσπ. 445˙Ϗ πρβλ. ἀποσπάς.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
nouvellement arraché (rameau).
Étymologie: νέος, σπάω.
Greek Monolingual
νεοσπάς, ό και ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που πριν από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, φρεσκοκομμένος («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῑς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σπάς (< θ. σπαδ- του σπάω), πρβλ. οδυνο-σπάς].