περισοβέω: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />agiter tout autour ; faire circuler ; <i>Pass.</i> circuler.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σοβέω]].
|btext=-ῶ :<br />agiter tout autour ; faire circuler ; <i>Pass.</i> circuler.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[σοβέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περισοβέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> ·<br /><b class="num">I.</b> [[περιφέρω]], [[περισοβέω]] [[ποτήριον]], [[δίνω]] σε κύκλο το [[ποτήρι]] μου με το [[κρασί]], σε Μένανδρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τρέχω]] βιαστικά γύρω από, <i>τὰςπόλεις</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισοβέω Medium diacritics: περισοβέω Low diacritics: περισοβέω Capitals: ΠΕΡΙΣΟΒΕΩ
Transliteration A: perisobéō Transliteration B: perisobeō Transliteration C: perisoveo Beta Code: perisobe/w

English (LSJ)

   A chase about, π. ποτήριον push round the wine-cup, Men.224, cf. Hippoloch. ap. Ath.4.130c :—Pass., κύλικος, φιλοτησίας περισοβουμένης, Alciphr.1.22, 3.55, cf. Luc.Symp.15.    II run bustling round, κύκλῳ τὰς πόλεις Ar.Av.1425.

German (Pape)

[Seite 591] herumjagen, geschwind herumgehen lassen, κύλικα, Ath. XI, 504; vgl. Luc. conv. 15; Alciphr. 3, 55. – Intr., geschwind herumgehen, c. accus., τὰς πόλεις, Ar. Av. 1425.

Greek (Liddell-Scott)

περισοβέω: σοβῶ πέριξ, π. ποτήριον, περιφέρω, περιάγω, τὸ ποτήριον, παῖ, ταχὺ τὸ πρῶτον περισόβει ποτήριον αὐτοῖς ἀκράτου Μένανδρος παρ’ Ἀθην. 504Α· μικροῖς ἐκπώμασι περισοβεῖν ἐκέλευσε τοῖς παισὶν Ἱππόλοχ. παρ’ Ἀθην. 130C· Παθ., κύλικος περισοβουμένης Ἀλκίφρων 1. 22, πρβλ. 3. 55, Λουκ. Συμπ. 15. ΙΙ. περιτρέχω μετὰ θορύβου, κύκλῳ τὰς πόλεις Ἀριστοφ. Ὄρν. 1425· πρβλ. σοβέω ΙΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περισοβεῖν· ἐν κύκλῳ πίνειν. ἢ περιτρέχειν. ἢ φωνεῖν. ἢ διώκειν».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
agiter tout autour ; faire circuler ; Pass. circuler.
Étymologie: περί, σοβέω.

Greek Monotonic

περισοβέω: μέλ. —ήσω ·
I. περιφέρω, περισοβέω ποτήριον, δίνω σε κύκλο το ποτήρι μου με το κρασί, σε Μένανδρ.
II. τρέχω βιαστικά γύρω από, τὰςπόλεις, σε Αριστοφ.