ληματιάω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir une volonté forte, énergique, résolue.<br />'''Étymologie:''' [[λῆμα]].
|btext=-ῶ :<br />avoir une volonté forte, énergique, résolue.<br />'''Étymologie:''' [[λῆμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λημᾰτιάω:''' ([[λῆμα]]), μόνο στον ενεστ., [[μεγαλοφρονώ]], είμαι [[αποφασιστικός]], έχω [[θάρρος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λημᾰτιάω Medium diacritics: ληματιάω Low diacritics: ληματιάω Capitals: ΛΗΜΑΤΙΑΩ
Transliteration A: lēmatiáō Transliteration B: lēmatiaō Transliteration C: limatiao Beta Code: lhmatia/w

English (LSJ)

   A to be high-spirited, v.l. in Ar.l.c.

German (Pape)

[Seite 39] willenskräftig, entschlossen sein, ληματιᾷς καὶ ἀνδρεῖος εἶ, Ar. Ran. 494, wo der Schol. aber auch ληματίας als Lesart anführt.

Greek (Liddell-Scott)

λημᾰτιάω: (λῆμα) ἔχω λῆμα, θάρρος, τόλμην, εἶμαι εὔτολμος, ἀποφασιστικός, μεγαλοφρονῶ, ληματιᾷς Ἀριστοφ. Βάτρ. 494, μὲ διάφ. γραφ. ληματίας, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ φρονηματίας, μεγαλόφρων, καὶ ὁ Κύριλλ. δι’ αὐτοῦ ἑρμηνεύει τὸ κατοιόμενος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir une volonté forte, énergique, résolue.
Étymologie: λῆμα.

Greek Monotonic

λημᾰτιάω: (λῆμα), μόνο στον ενεστ., μεγαλοφρονώ, είμαι αποφασιστικός, έχω θάρρος, σε Αριστοφ.