μελιτίτης: Difference between revisions
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[μελιτίτης]] [[οἶνος]], vin miellé;<br /><b>2</b> [[μελιτίτης]] [[λίθος]], topaze, <i>pierre précieuse jaune miel</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[μελιτίτης]] [[οἶνος]], vin miellé;<br /><b>2</b> [[μελιτίτης]] [[λίθος]], topaze, <i>pierre précieuse jaune miel</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελιτίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[μέλι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μαργαρ</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
[τῑ] οἶνος, ὁ,
A wine prepared with honey, Dsc.5.7. II μ. λίθος honey-stone, ib.133, Gal.12.195, Plin.HN36.140 (v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτίτης: οἶνος [ῑ], ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος μετὰ μέλιτος, Λατ. vinum mulsum, Διοσκ. 5. 15. ΙΙ. μ. λίθος, εἶδος πολυτίμου λίθου, αὐτόθι 151, Πλίν. 36. 33.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 μελιτίτης οἶνος, vin miellé;
2 μελιτίτης λίθος, topaze, pierre précieuse jaune miel.
Étymologie: μέλι.
Greek Monolingual
μελιτίτης, ὁ (Α)
1. (για κρασί) αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι
2. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μαργαρ-ίτης)].