ἀμοῦ: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(Bailly1_1)
(3)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att.</i> [[ἁμοῦ]], <i>adv.</i><br />en quelque manière ; [[ἁμοῦ]] γέ που LYS quelque part.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμός]].
|btext=<i>att.</i> [[ἁμοῦ]], <i>adv.</i><br />en quelque manière ; [[ἁμοῦ]] γέ που LYS quelque part.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμός]].
}}
{{grml
|mltxt=ἁμοῡ <b>επίρρ.</b> (Α) [<i>ἁμὸς</i> ΙΙ]<br />συνεκφέρεται με τα μόρια <i>γέ που</i><br />«ἁμοῡ γέ που», σε κάποιο [[μέρος]], [[κάπου]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 128] att. ἁμοῦ, irgendwo, ἁμοῦ γέ που, an irgend einem Orte, Lys. 24, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοῦ: Ἀττ. ἁμοῦ, ἐπίρρ. τοῦ ἁμὸς (= τἰς), = κἄπου, ἁμοῦ γέ που, «εἰς κἄποιον μέρος» (ἐκ διορθώσεως ὑπὸ Βεκκ. ἀντὶ ἄλλου γέ που) Λυσ. 170.12: ἄλλοθι μηδὲ ἁμοῦ, εἰς κανὲν μέρος, διόλου, Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 2. 11· πρβλ. ἁμόθεν, ἁμῆ, ἁμοῖ.

French (Bailly abrégé)

att. ἁμοῦ, adv.
en quelque manière ; ἁμοῦ γέ που LYS quelque part.
Étymologie: ἀμός.

Greek Monolingual

ἁμοῡ επίρρ. (Α) [ἁμὸς ΙΙ]
συνεκφέρεται με τα μόρια γέ που
«ἁμοῡ γέ που», σε κάποιο μέρος, κάπου.