ἀναθαρσέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(Bailly1_1) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[ἀναθαρρέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[ἀναθαρρέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναθαρσέω:''' Αττ. -[[θαρρέω]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ανακτώ]] [[δύναμη]], σε Αριστοφ., Θουκ.· <i>τινί</i>, σε [[κάτι]], σε Θουκ.· [[πρός]] τι, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. ἀναθαρρέω,
A regain courage, Ar.Eq.806, Th.6.63, 7.71; τινί at a thing, Id.6.31; πρὸς ἄλλην αὖθις πεῖραν Plu.Alex. 31.
German (Pape)
[Seite 188] -θαρσύνω, ion. u. älter att. für -θαῤῥέω, -θαῤῥύνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθαρσέω: Ἀττ. -θαρρέω, ἀναλαμβάνω θάρρος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 806, Θουκ. 6. 63., 7. 71· τινὶ ὁ αὐτ. 6. 31· πρός τι Πλουτ. Ἀλέξ. 31: - οὐσιαστ. ἀναθάρρησις, ἡ, ἀνάκτησις θάρρους, Εὐστ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀναθαρρέω.
Greek Monotonic
ἀναθαρσέω: Αττ. -θαρρέω, μέλ. -ήσω, ανακτώ δύναμη, σε Αριστοφ., Θουκ.· τινί, σε κάτι, σε Θουκ.· πρός τι, σε Πλούτ.