ἀνάρμοστος: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(Bailly1_1) |
(big3_4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne s’adapte pas, disproportionné;<br /><b>2</b> discordant (son);<br /><b>3</b> <i>fig.</i> inepte, absurde;<br /><b>4</b> non approprié, non préparé : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἁρμόττω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne s’adapte pas, disproportionné;<br /><b>2</b> discordant (son);<br /><b>3</b> <i>fig.</i> inepte, absurde;<br /><b>4</b> non approprié, non préparé : [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἁρμόττω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inarmónico]], [[falto de armonía]] ψυχή Pl.<i>Phd</i>.93c, ἀνάρμοστον δ' ἐστὶ τὸ αἰσχρὸν ... τὸ δὲ καλὸν ἁρμόττον Pl.<i>Smp</i>.206c<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. καὶ τὸ μὴ ἕν Plot.1.3.1<br /><b class="num">•</b>[[desajustado]] de una coraza, X.<i>Mem</i>.3.10.13<br /><b class="num">•</b>fig. [[inadecuado]] ἀναρμοστότατον δὲ πάντων· ἢν ... θωμάζῃς y lo más inadecuado de todo, si lo admiras</i> Hdt.3.80<br /><b class="num">•</b>c. dat. τῶν δὲ κωμῳδιῶν ἡ μὲν ἀρχαία ... [[ἀνάρμοστος]] ἀνθρώποις πίνουσιν Plu.2.711f, μεταβολὴ ... ἀ. τοῖς θεοῖς Iambl.<i>Myst</i>.3.27, (θεραπεία) τοῖς δὲ ἀπὸ πολλοῦ δηχθεῖσιν ἀ. Philum.<i>Ven</i>.2.1, κρᾶσις ... τοῦ οἴνου πρὸς ἐκείνους ... [[ἀνάρμοστος]] Plu.2.678b, cf. Th.7.67.<br /><b class="num">2</b> mús. [[desafinado]], [[discordante]] φθόγγοι Pl.<i>Ti</i>.80a, de un sonido musical περὶ ἀναρμόστου τε καὶ εὐαρμόστου Pl.<i>Tht</i>.178d, ὄργανον Ph.1.245, op. εὐάρμοστος Arist.<i>EE</i> 1230<sup>b</sup>28, ἀνακρούεται ἀνάρμοστόν τι καὶ ἀσύντακτον Luc.<i>Ind</i>.9.<br /><b class="num">3</b> de pers. [[intratable]], [[antipático]] τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ar.<i>Nu</i>.908, cf. <i>PMasp</i>.97.ue.D.44 (VI d.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[desajustadamente]] ὅταν ... συντείνηται ἀ. Pl.<i>R</i>.590b, πόλεις ... ἀμέτρως καὶ ἀ. προσφερόμεναι Pl.<i>Clit</i>.407d. • DMic.: <i>a-na-mo-to</i>, <i>-ta</i> (?). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not fitting, of dress, X.Mem.3.10.13; of sound, out of tune, Pl.Ti.80a; opp. εὐάρμοστος, Tht.178d: metaph. of the soul, Phd.93c, cf. Smp. 206c; ἀ. τινί 206d; incongruous, μεταβολὴ ἀ. τοῖς θεοῖς Iamb.Myst.3.27. Adv. -τως Pl.R. 590b. II of persons, impracticable, Hdt.3.80, Ar.Nu.908. 2 unfitted, unprepared, πρός τι Th.7.67.
German (Pape)
[Seite 205] unpassend, Her. 3, 80; nicht zusammenstimmend, πρός τι, Thuc. 7, 67; öfter Plat., auch von der Stimme, Epinom. 978 a; häufig von der ψυχή, Phaed. 93 c; τοῦ ἀναρμόστου δειλὴ καὶ ἄγροικος ψυχή Rep. III, 411 a; Ggstz οἱ ἁρμόττοντες Xen. Mem. 3, 10, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρμοστος: -ον, ἀκατάλληλος, ἀσύμφωνος, δυσανάλογος, Ἡρόδ. 3. 80, Ξεν. κτλ.: - ἐπὶ ἤχου, παράφωνος, παράχορδος, ἄνευ ἁρμονίας, ὁ αὐτ. Φαίδων 93C, Συμπ. 206C, Τίμ. 80Α· τὸ ἀνάρμοστον, ἀντίθ. πρὸς τὸ εὐάρμοστον, Θεαίτ. 178D: - Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 590Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φορτικός, ἀπειρόκαλος, ἀλλόκοτος, Λατ. ineptus, τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ἀριστοφ. Νεφ. 908. 2) ὁ μὴ παρεσκευασμένος, πρός τι, καὶ οὐκ ἀνάρμοστοι πρὸς ἕκαστον αὐτῶν ἐσόμεθα Θουκ. 7. 67.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne s’adapte pas, disproportionné;
2 discordant (son);
3 fig. inepte, absurde;
4 non approprié, non préparé : πρός τι à qch.
Étymologie: ἀ, ἁρμόττω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inarmónico, falto de armonía ψυχή Pl.Phd.93c, ἀνάρμοστον δ' ἐστὶ τὸ αἰσχρὸν ... τὸ δὲ καλὸν ἁρμόττον Pl.Smp.206c
•subst. τὸ ἀ. καὶ τὸ μὴ ἕν Plot.1.3.1
•desajustado de una coraza, X.Mem.3.10.13
•fig. inadecuado ἀναρμοστότατον δὲ πάντων· ἢν ... θωμάζῃς y lo más inadecuado de todo, si lo admiras Hdt.3.80
•c. dat. τῶν δὲ κωμῳδιῶν ἡ μὲν ἀρχαία ... ἀνάρμοστος ἀνθρώποις πίνουσιν Plu.2.711f, μεταβολὴ ... ἀ. τοῖς θεοῖς Iambl.Myst.3.27, (θεραπεία) τοῖς δὲ ἀπὸ πολλοῦ δηχθεῖσιν ἀ. Philum.Ven.2.1, κρᾶσις ... τοῦ οἴνου πρὸς ἐκείνους ... ἀνάρμοστος Plu.2.678b, cf. Th.7.67.
2 mús. desafinado, discordante φθόγγοι Pl.Ti.80a, de un sonido musical περὶ ἀναρμόστου τε καὶ εὐαρμόστου Pl.Tht.178d, ὄργανον Ph.1.245, op. εὐάρμοστος Arist.EE 1230b28, ἀνακρούεται ἀνάρμοστόν τι καὶ ἀσύντακτον Luc.Ind.9.
3 de pers. intratable, antipático τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος Ar.Nu.908, cf. PMasp.97.ue.D.44 (VI d.C.).
II adv. -ως desajustadamente ὅταν ... συντείνηται ἀ. Pl.R.590b, πόλεις ... ἀμέτρως καὶ ἀ. προσφερόμεναι Pl.Clit.407d. • DMic.: a-na-mo-to, -ta (?).