πρέσβις: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">2</span><i>adj. f.</i><br />âgée, vieille.<br />'''Étymologie:''' [[πρέσβυς]]. | |btext=<span class="bld">2</span><i>adj. f.</i><br />âgée, vieille.<br />'''Étymologie:''' [[πρέσβυς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-εως, Α<br />[[πρεσβευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταγν. τ. του [[πρέσβυς]], [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>ις</i>, -<i>εως</i>].———————— <b>(II)</b><br />-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ηλικία]] («[[κατά]] πρέσβιν» — [[κατά]] την [[ηλικία]], Ύμν. Ερμ.)<br /><b>2.</b> ηλικιωμένη [[γυναίκα]], [[γριά]] («γυνὴ [[πρέσβις]] τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡσα», Αίσωπ.)<br /><b>3.</b> η [[σύζυγος]] του πρέσβεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρέσβυς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ις</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), εως, ὁ,
A ambassador, πρέσβις οὐ τύπτεται οὐδὲ ὑβρίζεται Prov. ap. Sch.Il.4.394; alleged as the word of which πρέσβεως (Ar.Ach.93) is gen., Choerob. in Theod.1.233, Sch.Ar.l.c., Suid.
πρέσβ-ις (B), εως, ἡ, poet. for πρεσβεία,
A age, κατὰ πρέσβιν according to age, h. Merc.431, Pl.Lg.855d, etc. II aged woman, v.l. for πρεσβῦτις in Aesop.107b (pp.182,183 Chambry). 2 ambassadress, Ael. ap. Eust.738.62.
German (Pape)
[Seite 698] ἡ, die Alte. Schäf. ad Aesop. 107. ἡ, poet. = πρεσβεία, das Alter; κατὰ πρέσβιν, nach dem Alter, H. h. Merc. 431 (wo die v. l. πρέσβην), wie Plat. Legg. IX, 855 d, ὁ δικαστὴς ἑξῆς κατὰ πρέσβιν ἱζέσθω. ὁ, = πρεσβευτής, der Gesandte, nur in einer lakon. Inschrift.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβις: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ πρέσβυς, πρεσβευτής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 93, Σουΐδ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
2adj. f.
âgée, vieille.
Étymologie: πρέσβυς.
Greek Monolingual
(I)
-εως, Α
πρεσβευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγν. τ. του πρέσβυς, κατά τα ουσ. σε -ις, -εως].———————— (II)
-εως, ἡ, Α
1. ηλικία («κατά πρέσβιν» — κατά την ηλικία, Ύμν. Ερμ.)
2. ηλικιωμένη γυναίκα, γριά («γυνὴ πρέσβις τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡσα», Αίσωπ.)
3. η σύζυγος του πρέσβεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + επίθημα -ις].