κηρόδετος: Difference between revisions
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />lié, collé avec de la cire.<br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], δετός. | |btext=ος, ον :<br />lié, collé avec de la cire.<br />'''Étymologie:''' [[κηρός]], δετός. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κηρόδετος]], -ον)<br />αυτός που συγκρατείται με [[κερί]], ο συναρμοσμένος ή συγκολλημένος με [[κερί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κηρόδετον πνεῡμα» — το [[φύσημα]] του αυλού ο [[οποίος]] είχε συναρμοστεί με [[κερί]] (<b>Θεόκρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κηρόδετα</i><br />με κηρόδετο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δετος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δετός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> [II] «[[δένω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλυσό</i>-<i>δετος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>δετος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, δέω A)
A bound or joined with wax, μέλι APl.4.305 (Antip.); σῦριγξ Euph. ap. Ath. 4.184a; κ. πνεῦμα the breath of the wax-joined pipe, Theoc.Ep.5.4.
German (Pape)
[Seite 1433] mit Wachs verbunden, befestigt; μέλι Antp. Sid. 48 (Plan. 305); σύριγξ Euphor. Ath. IV, 184 a; πνεῦμα, das Blasen auf dieser, Theocr. ep. 5, 4.
Greek (Liddell-Scott)
κηρόδετος: Δωρ. καρ-, ον, (δέω) ὁ συγκρατούμενος ἢ συγκολληθεὶς διὰ κηροῦ, μέλι Ἀνθ. Πλαν. 4. 305· σῦριγξ Εὔφορ. εἰς Ἀθήν. 184Α· κ. πνεῦμα, τὸ φύσημα τοῦ μὲ κηρὸν συνημμένου αὐλοῦ, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié, collé avec de la cire.
Étymologie: κηρός, δετός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κηρόδετος, -ον)
αυτός που συγκρατείται με κερί, ο συναρμοσμένος ή συγκολλημένος με κερί
αρχ.
φρ. «κηρόδετον πνεῡμα» — το φύσημα του αυλού ο οποίος είχε συναρμοστεί με κερί (Θεόκρ.).
επίρρ...
κηρόδετα
με κηρόδετο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δετος (< δετός < δέω [II] «δένω»), πρβλ. αλυσό-δετος, χρυσό-δετος].