σεληνίς: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petite lune, ornement d’ivoire en forme de lune sur la chaussure des sénateurs romains (<i>lat.</i> lunula).<br />'''Étymologie:''' [[σελήνη]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petite lune, ornement d’ivoire en forme de lune sur la chaussure des sénateurs romains (<i>lat.</i> lunula).<br />'''Étymologie:''' [[σελήνη]].
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> διακριτικό [[κόσμημα]] από ελεφαντοστό σε [[σχήμα]] ημισελήνου, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί [[πάνω]] στα πέδιλά τους<br /><b>2.</b> [[φυλαχτό]] σε [[σχήμα]] ημισελήνου<br /><b>3.</b> [[είδος]] γλυκίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνίς Medium diacritics: σεληνίς Low diacritics: σεληνίς Capitals: ΣΕΛΗΝΙΣ
Transliteration A: selēnís Transliteration B: selēnis Transliteration C: selinis Beta Code: selhni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A ivory crecent on the boots of Roman senators, Plu.2.282a.    2 an amulet worn by children, Hsch.    3 = σελήνη 1.2, Phot.

German (Pape)

[Seite 870] ίδος, ἡ, = Folgdm, Plut. qu. Rom. 76, von den lunulae auf den Schuhen der röm. Senatoren.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἐξ ἐλέφαντος ἡμισέληνος, τὸ ἐπὶ τῶν ὑποδημάτων τῶν συγκλητικῶν νόμισμα, Πλούτ. 2. 282Α· ὑποκορ. σεληνίσκος, ὁ, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 13. 2) φυλακτήριον ὁμοίως ἐσχηματισμένον, Ἡσύχ. 3) σελήνη Ι. 2, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite lune, ornement d’ivoire en forme de lune sur la chaussure des sénateurs romains (lat. lunula).
Étymologie: σελήνη.

Greek Monolingual

-ίδος, ή, Α
1. διακριτικό κόσμημα από ελεφαντοστό σε σχήμα ημισελήνου, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί πάνω στα πέδιλά τους
2. φυλαχτό σε σχήμα ημισελήνου
3. είδος γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα -ίς (πρβλ. καλαμ-ίς)].