ἄοπλος: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(Bailly1_1) |
(big3_5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans bouclier, sans armes ; [[ἅρμα]] ἄοπλον XÉN char non armé de faux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὅπλον]]. | |btext=ος, ον :<br />sans bouclier, sans armes ; [[ἅρμα]] ἄοπλον XÉN char non armé de faux.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὅπλον]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[que no lleva armas pesadas]] de soldados, Th.4.9, 94, cf. X.<i>Cyr</i>.6.4.16, Polyaen.4.9.1.<br /><b class="num">2</b> fig. [[indefenso]], [[inerme]], [[desarmado]] φύσις Pl.<i>Prt</i>.321c, de los atenienses, D.13.15, τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα e.d. la espalda, X.<i>Cyr</i>.3.3.45, ὁ [[ἄνθρωπος]] γυμνὸς καὶ [[ἄοπλος]] Plu.2.98d, παρρησία ἄ. οὖσα D.C.39.39.5.<br /><b class="num">3</b> de un carro [[no falcado]] X.<i>Cyr</i>.6.4.16.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin armas]] de la Virgen καταβάλλουσα ἀόπλως <i>Hymn</i>.(<i>AS</i> 1 p.530), ἀόπλως τροπούμενος Rom.Mel.65.proem. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A without heavy armour on (cf. ὁπλίτης), Th.4.9, etc.: generally, unarmed, Pl.Prt.321c; τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα καὶ ἄχειρα, i.e. the back, X.Cyr.3.3.45; ἅρμα ἄ. a chariot without scythes, ib.6.4.16. Cf. ἄνοπλος.
German (Pape)
[Seite 272] u. bes. Sp. ἄνοπλος (ὅπλον), waffenlos, ungewaffnet, Plat. Prot. 321 c; aber Euthyd. 299 b steht ἄνοπλος; bes. ohne schwere Bewaffnung, ἄνοπλοι Her. 9, 52; ἀνόπλους Xen. Hier. 6, 4; Sp., wie D. Sic. 20, 11; von Schiffen, ἄνοπλοι Poll. 2, 11, die nicht zum Kriegsgebrauch eingerichtet sind; ἄοπλα ἅρματα Xen. Cyr. 6, 4, 16, ohne Sichel.
Greek (Liddell-Scott)
ἄοπλος: -ον, ὁ ἄνευ ἀσπίδος, ὁ ἄνευ τοῦ βαρέος ὁπλισμοῦ (πρβλ. ὁπλίτης), Θουκ. 4.9· κτλ.: ἐν γένει, ὁ μὴ ὡπλισμένος, Πλάτ. Πρωτ. 321C· τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα καὶ ἄχειρα, ὅ ἐ. τὰ νῶτα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 45· ἅρμα ἄοπλ., ἅρμα, ὄχημα πολεμικὸν ἄνευ δρεπάνων, αὐτόθι 6. 4, 16· ἐπὶ πλοίων, τὸ μὴ ὡπλισμένον, μὴ ἐξηρτυμένον πρὸς πόλεμον, Πολύβ. 2. 12, 3. ― Ἐπίρρ. -ως, Βυζ. ― Πρβλ. ἄνοπλος, ὅπερ φαίνεται ὅτι εἶναι μεταγενέστερος καὶ οὐχὶ τόσον δόκιμος τύπος, ἴδε Δινδ. ἐν Στεφ. Θησαυρ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans bouclier, sans armes ; ἅρμα ἄοπλον XÉN char non armé de faux.
Étymologie: ἀ, ὅπλον.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. que no lleva armas pesadas de soldados, Th.4.9, 94, cf. X.Cyr.6.4.16, Polyaen.4.9.1.
2 fig. indefenso, inerme, desarmado φύσις Pl.Prt.321c, de los atenienses, D.13.15, τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα e.d. la espalda, X.Cyr.3.3.45, ὁ ἄνθρωπος γυμνὸς καὶ ἄοπλος Plu.2.98d, παρρησία ἄ. οὖσα D.C.39.39.5.
3 de un carro no falcado X.Cyr.6.4.16.
II adv. -ως sin armas de la Virgen καταβάλλουσα ἀόπλως Hymn.(AS 1 p.530), ἀόπλως τροπούμενος Rom.Mel.65.proem.