ψυχαγωγικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />attrayant, séduisant.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχαγωγός]].
|btext=ή, όν :<br />attrayant, séduisant.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχαγωγός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ψυχαγωγικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψυχαγωγός]] / [[ψυχαγωγία]]<br />αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συμβάλλει στην [[ψυχαγωγία]], ο [[ευάρεστος]] στην [[ψυχή]] και στο [[πνεύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θελκτικός]], [[πειστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψυχαγωγικώς</i> / <i>ψυχαγωγικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>ψυχαγωγικά</i> Ν<br />με τρόπο ευάρεστο στην [[ψυχή]] και στο [[πνεύμα]] ή με σκοπό την [[ψυχαγωγία]]<br /><b>αρχ.</b><br />πειστικά.
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχᾰγωγικός Medium diacritics: ψυχαγωγικός Low diacritics: ψυχαγωγικός Capitals: ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΟΣ
Transliteration A: psychagōgikós Transliteration B: psychagōgikos Transliteration C: psychagogikos Beta Code: yuxagwgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A attractive, persuasive, ἔστι δὲ . . -κώτατον ἡ τραγῳδία Pl.Min.321a; ψυχαγωγικὸν ἡ ὄψις, ἀτεχνότατον δέ Arist.Po.1450b17.

German (Pape)

[Seite 1402] ή, όν, zum ψυχαγωγός gehörig, ihm eigen, bes. die Seele an sich ziehend, ergötzend; im superl. Plat. Min. 321 a; Arist. poet. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχᾰγωγικός: -ή, -όν, θελκτικός, πειστικός, ἔστι δὲ ... ψυχαγωγικότατον ἡ τραγωδία Πλάτ. Μίνως 321Α· ψυχαγωγικὸν ἡ ὄψις, ἀτεχνότατον δὲ Ἀριστ. Ποιητ. 6. 28·

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
attrayant, séduisant.
Étymologie: ψυχαγωγός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψυχαγωγικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ψυχαγωγός / ψυχαγωγία
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συμβάλλει στην ψυχαγωγία, ο ευάρεστος στην ψυχή και στο πνεύμα
αρχ.
θελκτικός, πειστικός.
επίρρ...
ψυχαγωγικώς / ψυχαγωγικῶς, ΝΜΑ, και ψυχαγωγικά Ν
με τρόπο ευάρεστο στην ψυχή και στο πνεύμα ή με σκοπό την ψυχαγωγία
αρχ.
πειστικά.