καθαρτής: Difference between revisions

18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[καθαρτήρ]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[καθαρτήρ]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καθαρτής]], θηλ. [[καθάρτρια]]) [[καθαίρω]]<br />αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από [[ενοχή]] ή από [[μίασμα]] («σοῡ γὰρ [[ἔρχομαι]] [[δίκη]] καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας Cathartidae.
}}
}}