κομμωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la parure ; ἡ κομμωτική ([[τέχνη]]) l’art de parer avec recherche, de farder, de pomponner;<br /><b>2</b> orné, prétentieux (style).<br />'''Étymologie:''' [[κομμόω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la parure ; ἡ κομμωτική ([[τέχνη]]) l’art de parer avec recherche, de farder, de pomponner;<br /><b>2</b> orné, prétentieux (style).<br />'''Étymologie:''' [[κομμόω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κομμωτικός]] -ή, -όν) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιποίηση]] και στον καλλωπισμό της [[κόμης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το θηλ. ως ουσ.) <i>η κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του κομμωτή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ύφος) αυτός που έχει [[καλλιέπεια]] («οὐ μεῑον ταῑς ἐννοίαις [[ἡδύς]], ἀλλὰ καὶ τῇ φράσει [[κομμωτικός]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του καλλωπισμού («τὴν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομμωτικῶς</i> (Α)<br />με καλλωπισμό.
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομμωτικός Medium diacritics: κομμωτικός Low diacritics: κομμωτικός Capitals: ΚΟΜΜΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kommōtikós Transliteration B: kommōtikos Transliteration C: kommotikos Beta Code: kommwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for embellishment, ἄσκησις Luc.Am.9; ποικιλία Them.Or.24.303c; τίνι διαφέρει τοῦ κ. τὸ κοσμητικὸν τῆς ἰατρικῆς μέρος Gal.12.434, cf. UP1.9: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of embellishment, Pl.Grg.463b, Phld.Rh.2.183 S.: metaph., of style, κόσμος τις ἐπικείμενος ἔξωθεν κ. Hermog.Id.1.12, cf. 9, Them.Or.24.303c. Adv. -κῶς, ἔχειν Sch.Ar.Pl.1064.

German (Pape)

[Seite 1479] zum Putzen, Schmücken, Schminken gehörig; ἡ κομμωτική, sc. τέχνη, die Kunst sich zu putzen, Plat. Gorg. 465 b u. Sp.; immer mit tadelnder Nebenbedeutung, auch bei Rhett., κομμωτικὸν κάλλος τοῦ λόγου. – Auch adv., κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθισμένως ἔχει Schol. Ar. Plut. 1064.

Greek (Liddell-Scott)

κομμωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καλλώπισιν, ἄσκησις Λουκ. Ἔρωτες 9· τὸ κ. τῆς ἰατρικῆς μέρος Γαλην.· ― ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ καλλύνειν ἢ καλλωπίζειν, Πλάτ. Γοργ. 463Β, 465Β. ― μεταφ. ἐπὶ ὕφους, Ἑρμογ., κτλ.· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1063.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne la parure ; ἡ κομμωτική (τέχνη) l’art de parer avec recherche, de farder, de pomponner;
2 orné, prétentieux (style).
Étymologie: κομμόω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κομμωτικός -ή, -όν) κομμώ (II)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιποίηση και στον καλλωπισμό της κόμης
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ.) η κομμωτική
η τέχνη του κομμωτή
μσν.-αρχ.
(για ύφος) αυτός που έχει καλλιέπεια («οὐ μεῑον ταῑς ἐννοίαις ἡδύς, ἀλλὰ καὶ τῇ φράσει κομμωτικός», Ευστ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κομμωτική
η τέχνη του καλλωπισμού («τὴν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν», Πλάτ.).
επίρρ...
κομμωτικῶς (Α)
με καλλωπισμό.