Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατοκώχιμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(Bailly1_3)
(20)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[κατακώχιμος]].
|btext=<i>att. c.</i> [[κατακώχιμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατοκώχιμος]], -η, -ον (ΑΜ) [[κατοκωχή]]<br />αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο [[αίσθημα]] ή [[πάθος]], [[ευάλωτος]] («[[κατοκώχιμος]] ἐκ τῆς ἀρετῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο κρατούμενος ως [[εγγύηση]]<br /><b>2.</b> [[μανιώδης]], [[έξαλλος]] («κατοκώχιμα [[πάντα]] καὶ φρικώδη», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοκώχιμος Medium diacritics: κατοκώχιμος Low diacritics: κατοκώχιμος Capitals: ΚΑΤΟΚΩΧΙΜΟΣ
Transliteration A: katokṓchimos Transliteration B: katokōchimos Transliteration C: katokochimos Beta Code: katokw/ximos

English (LSJ)

η, ον,

   A held in possession, held as a pledge, [χωρίον] Is.2.28 (vulg. κατόχιμον) ; τὸ κ. Hsch.    2 capable of being possessed by a feeling or passion, ὑπὸ κινήσεως Arist.Pol.1342a8; ἐκ τῆς ἀρετῆς Id.EN1179b9; τῷ πάθει possessed, Id.HA572a32; inclined, πρός τι Id.Pol.1269b30: abs., frantic, Luc.JTr.30 (vulg. κατόχιμος).

Greek (Liddell-Scott)

κατοκώχιμος: -η, -ον, κατεχόμενος, κρατούμενος ὡς ἐγγύησις, χωρίον Ἰσαῖ. 2. 35 (ἔνθα κοινῶς κατόχιμον)· οὕτω, «τὸ κατοκώχιμον· κατόχιμον. ἐνέχυρον» Ἡσύχ., Μοῖρ. 2) ὃν δύναται νὰ καταλάβῃ αἴσθημά τι ἢ πάθος, ἁλωτός, ὑπὸ κινήσεως Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4· ἐκ τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 3· τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 12·- ἔχων διάθεσιν, κλίσιν, ἐπιρρεπής, πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 9, 8·- ἀπολ., μανιώδης, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30 (κοινῶς κατόχιμος)·- ἴδε ἐν λέξ. κατοκωχή.

French (Bailly abrégé)

att. c. κατακώχιμος.

Greek Monolingual

κατοκώχιμος, -η, -ον (ΑΜ) κατοκωχή
αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο αίσθημα ή πάθος, ευάλωτοςκατοκώχιμος ἐκ τῆς ἀρετῆς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ο κρατούμενος ως εγγύηση
2. μανιώδης, έξαλλος («κατοκώχιμα πάντα καὶ φρικώδη», Λουκιαν.).