ἑφθημιμερής: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui contient 7 demi-mesures, <i>càd</i> trois pieds et demi;<br /><b>2</b> placé à la 7ᵉ demi-mesure, <i>càd</i> au commencement du 4ᵉ pied <i>en parl. de la césure hephthémimère</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἑπτά]], ἡμι-, [[μέρος]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui contient 7 demi-mesures, <i>càd</i> trois pieds et demi;<br /><b>2</b> placé à la 7ᵉ demi-mesure, <i>càd</i> au commencement du 4ᵉ pied <i>en parl. de la césure hephthémimère</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἑπτά]], ἡμι-, [[μέρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑφθημιμερής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει [[επτά]] ημίση (3 <span style="color: red;">+</span> 1/2)<br /><b>2.</b> (στη [[μετρική]]) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐφθημιμερὲς</i> (ενν. [[μέτρο]])<br />το [[μέτρο]] που περιέχει 3 <sup>1</sup>/<sub>2</sub> πόδες, όπως [[είναι]] το αποτελούμενο από τους πρώτους 3 <sup>1</sup>/<sub>2</sub> πόδες του δακτυλικού εξαμέτρου, του τροχαϊκού ή του ιαμβικού τριμέτρου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εφθημιμερής]] [[τομή]]» — η [[τομή]] που γίνεται [[μετά]] την πρώτη [[συλλαβή]] του τετάρτου ποδός στους στίχους του δακτυλικού εξαμέτρου και του ιαμβικού ή τροχαϊκού τριμέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επτά]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἡμι</i>-<i>μερής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑφθημῐμερής Medium diacritics: ἑφθημιμερής Low diacritics: εφθημιμερής Capitals: ΕΦΘΗΜΙΜΕΡΗΣ
Transliteration A: hephthēmimerḗs Transliteration B: hephthēmimerēs Transliteration C: efthimimeris Beta Code: e(fqhmimerh/s

English (LSJ)

ές,

   A containing seven halves, i.e. 3 1/2: esp. in metre, -μερές, τό, a measure of three feet and a half, such as the first 3 1/2 feet of a Hexameter or Iambic Trimeter, Heph.7.3, Sch.Ar.Pl.302 (pl.), etc.; ἑ. τομή a caesura after such a phrase, Aristid. Quint.1.25.

German (Pape)

[Seite 1118] ές, von sieben Halben, in der Metrik, μέτρα, die 31/2 Fuß enthalten, Schol. Ar. Plut. 302 Av. 1313; caesura, die Cäsur im vierten Fuße des Hexameters, auch des jambischen Trimeters.

Greek (Liddell-Scott)

ἑφθημῐμερής: περιέχων ἑπτὰ ἡμίση, δηλ. 3½· ἰδίως ἐν τῇ μετρικῇ, περιέχων τρεῖς πόδας καὶ ἥμισυν, τὸ πρῶτον τοῦτο τμῆμα ἑξαμέτρου ἢ ἰαμβικοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 302, κτλ.· πρβλ. πενθημιμερής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui contient 7 demi-mesures, càd trois pieds et demi;
2 placé à la 7ᵉ demi-mesure, càd au commencement du 4ᵉ pied en parl. de la césure hephthémimère.
Étymologie: ἑπτά, ἡμι-, μέρος.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑφθημιμερής, -ές)
1. αυτός που περιέχει επτά ημίση (3 + 1/2)
2. (στη μετρική) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφθημιμερὲς (ενν. μέτρο)
το μέτρο που περιέχει 3 1/2 πόδες, όπως είναι το αποτελούμενο από τους πρώτους 3 1/2 πόδες του δακτυλικού εξαμέτρου, του τροχαϊκού ή του ιαμβικού τριμέτρου
3. φρ. «εφθημιμερής τομή» — η τομή που γίνεται μετά την πρώτη συλλαβή του τετάρτου ποδός στους στίχους του δακτυλικού εξαμέτρου και του ιαμβικού ή τροχαϊκού τριμέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + ἡμι-μερής].