φιλοθεάμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui aime les spectacles ; τὸ φιλοθέαμον PLUT l’amour des spectacles.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[θεάομαι]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui aime les spectacles ; τὸ φιλοθέαμον PLUT l’amour des spectacles.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[θεάομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-έαμον, ΝΑ,και τ. ουδ. -έαμον, Ν<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) αυτός του οποίου αρέσουν πολύ τα θεάματα (α. «το φιλοθεάμον κοινό καταχειροκρότησε την [[παράσταση]]» β. «φιλοθεάμονάς τε καὶ φιλοτέχνους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που με [[ευχαρίστηση]] διακρίνει [[κάτι]] («τῆς ἀληθείας φιλοθεάμονες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοθεάμον</i><br />η [[αγάπη]] για τα θεάματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[θεάμων]] «[[θεατής]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>θεῶμαι</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοθεάμων Medium diacritics: φιλοθεάμων Low diacritics: φιλοθεάμων Capitals: ΦΙΛΟΘΕΑΜΩΝ
Transliteration A: philotheámōn Transliteration B: philotheamōn Transliteration C: filotheamon Beta Code: filoqea/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος,

   A fond of seeing, fond of shows or spectacles, Pl.R.476a, 476b, Ph.1.38, al.; c. gen., ἀθλητῶν φ. Luc.Herod.8; generally, τὸ φ. Plu.2.704e.    2 fond of contemplating, τῆς ἀληθείας Pl.R.475e; μαθηματικῶν εἰδῶν Iamb.Comm. Math.20: abs., contemplative, Plot.3.8.4.

German (Pape)

[Seite 1280] ονος, gern sehend, schaulustig, Freund von Schauspielen; Plat. neben φιλήκοος, Rep. V, 476 b; τῆς ἀληθείας 475 e; καὶ φιλομαθής Plut. Pericl. 1, oft.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοθεάμων: [ᾱ], -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ θεᾶται, ἀγαπῶν τὰ θεάματα, τὰς παραστάσεις, Πλάτ. Πολ. 475D, 476Α, Β· μετὰ γεν., φ. ἀθλητῶν Λουκ. Ἡρόδ. 8· τῆς ἀληθείας Πλάτ. Πολ. 475Ε· ― τὸ φιλοθέαμον Πλούτ. 2. 704Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui aime les spectacles ; τὸ φιλοθέαμον PLUT l’amour des spectacles.
Étymologie: φίλος, θεάομαι.

Greek Monolingual

-έαμον, ΝΑ,και τ. ουδ. -έαμον, Ν
(λόγιος τ.) αυτός του οποίου αρέσουν πολύ τα θεάματα (α. «το φιλοθεάμον κοινό καταχειροκρότησε την παράσταση» β. «φιλοθεάμονάς τε καὶ φιλοτέχνους», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που με ευχαρίστηση διακρίνει κάτι («τῆς ἀληθείας φιλοθεάμονες», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοθεάμον
η αγάπη για τα θεάματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θεάμων «θεατής» (< θεῶμαι)].