εὐσθενής: Difference between revisions
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />fort, robuste, vigoureux;<br /><i>Sp. irrég.</i> [[εὐσθενώτατος]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σθένος]]. | |btext=ής, ές :<br />fort, robuste, vigoureux;<br /><i>Sp. irrég.</i> [[εὐσθενώτατος]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σθένος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐσθενής]], -ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σθένος]], ο [[δυνατός]], ο [[ρωμαλέος]]<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[σταθερός]] («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσθενῶς</i> (ΑΜ)<br />με [[σθένος]], με [[δύναμη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐσθενῶς ἔχω» — έχω το [[σθένος]], έχω τη [[δύναμη]] να...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[σθενής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σθένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[σθενής]], <i>πολυ</i>-[[σθενής]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. ἐϋσθ-, ές, (σθένος)
A stout, εἶδος Il.Pers.6, cf. Ph.Bel.56.31, Q.S.14.633; strong, firm, σίδηρος APl.4.323 (Mesom.): irreg. Sup. -ώτατος Ps.-Luc. Philopatr.28. Adv. -νῶς Gal.17(2).185, f.l. in Ph.1.264.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσθενής: Ἐπικ. ἐϋσθενής, ές, (σθένος) ἰσχυρός, σθεναρός, ῥωμαλέος, Κόϊντ. Σμ. 14. 633· ἰσχυρός, σίδηρος Ἀνθ. Πλαν. 4. 325: ― Συγκρ. -έστερος Θεόφραστ. περὶ Πυρὸς 64· ἀλλ’ ἀνώμαλ. Ὑπερθ. -ώτατος Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 28. ― Ἐπίρρ. -νῶς, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρ. 1, σ. 121Ε· Ὑπερθ. εὐσθενέστατα αὐτόθι σ. 62Α.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fort, robuste, vigoureux;
Sp. irrég. εὐσθενώτατος.
Étymologie: εὖ, σθένος.
Greek Monolingual
εὐσθενής, -ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, -ές)
1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος
2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»).
επίρρ...
εὐσθενῶς (ΑΜ)
με σθένος, με δύναμη
μσν.
φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» — έχω το σθένος, έχω τη δύναμη να...
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σθενής (< σθένος), πρβλ. α-σθενής, πολυ-σθενής].