ἰχθυοπώλης: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />marchand de poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[πωλέω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />marchand de poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[πωλέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. ιχθυοπώλις (Α [[ἰχθυοπώλης]], θηλ. [[ἰχθυόπωλις]] και [[ἰχθυοπώλαινα]])<br />[[πωλητής]] ψαριών, [[ψαράς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἰχθυόπωλις]] [[ἀγορά]]» — [[αγορά]] ή [[τμήμα]] αγοράς όπου πωλούνται ψάρια, τα ψαράδικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πωλ</i>- του ρ. <i>πωλῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτο</i>-[[πώλης]], <i>ιματιο</i>-[[πώλης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A fishmonger, freq. in Com., Ar. Fr.387.10, Antiph.68.7, Alex.56.1; also in Pap., BGU330.10, etc.: —fem. ἰχθῠό-πωλις ἀγορά fish-market, Plu.2.849e, Maiuri Nuova Silloge 440 (Cos).
German (Pape)
[Seite 1276] ὁ, Fischhändler; com. bei Ath. VI, 224 f; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἰχθῦς, συχν. παρὰ Κωμ., ὡς Ἀριστοφ. ἐν Ἀποσπ. 344. 10, Ἀντιφάνης, ἐν «Βουταλίωνι» 1. 7, Ἄλεξ. ἐν «Δορκίδι»1, κ. ἀλλ.· - θηλ. ἰχθυόπωλις ἀγορά, ἔνθα πωλοῦνται οἱ ἰχθύες, «τὰ ψαράδικα», Πλούτ. 2. 849D· - ἰχθυοπωλέω, πωλῶ ἰχθῦς, Πολυδ. Ζ΄, 26.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de poissons.
Étymologie: ἰχθύς, πωλέω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ιχθυοπώλις (Α ἰχθυοπώλης, θηλ. ἰχθυόπωλις και ἰχθυοπώλαινα)
πωλητής ψαριών, ψαράς
αρχ.
το θηλ. ως επίθ. φρ. «ἰχθυόπωλις ἀγορά» — αγορά ή τμήμα αγοράς όπου πωλούνται ψάρια, τα ψαράδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -πώλης (< θ. πωλ- του ρ. πωλῶ), πρβλ. αρτο-πώλης, ιματιο-πώλης.