μυττωτός: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />sorte de salmis de gousses d’ail et d’olives noires, avec fromage et miel.<br />'''Étymologie:''' DELG terme fam. sans étym. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />sorte de salmis de gousses d’ail et d’olives noires, avec fromage et miel.<br />'''Étymologie:''' DELG terme fam. sans étym. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυττωτός]] και [[μυσωτός]], ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α)<br />χυλώδες [[έδεσμα]] που παρασκευαζόταν [[κυρίως]] από σκόρδα, ελιές, [[τυρί]], [[μέλι]] κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, [[είδος]] σκορδαλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει [[επίθημα]], -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>θυσαν</i>-[[ωτός]], <i>καρυ</i>-[[ωτός]]). Το διπλό -<i>ττ</i>- παραμένει ανερμήνευτο. Δεν αποκλείεται [[σύνδεση]] της λ. με το [[μῦμα]] «[[είδος]] φαγητού»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
(Ion. μυσσωτός, only Hp.Loc.Hom.47, cf. μυσωτός), ὁ,
A savoury dish of cheese, honey, garlic, etc., mashed up into a sort of paste, Hippon.35.2, Anan.5.8, Hp. l. c., Epid.2.6.28, Eup.179, Ar. Ach.174, Eq.771, Thphr.HP7.4.11 (pl.), Dsc.2.152, Aret.SD2.9.
German (Pape)
[Seite 223] ὁ, ein breiartiges Gericht, dessen Hauptbestandtheil geriebener Knoblauch war, auch eine scharfe senfähnliche Brühe, Ar. Ach. 174 Equ. 768 Pax 273; Schol. u. VLL. erkl. ὑπότριμμα διὰ σκορόδων; Diosc. τὸ ἐκ σκορόδου καὶ τῆς μελαίνης ἐλαίας γινόμενον τρίμμα; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sorte de salmis de gousses d’ail et d’olives noires, avec fromage et miel.
Étymologie: DELG terme fam. sans étym.
Greek Monolingual
μυττωτός και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α)
χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα, -ωτός (πρβλ. θυσαν-ωτός, καρυ-ωτός). Το διπλό -ττ- παραμένει ανερμήνευτο. Δεν αποκλείεται σύνδεση της λ. με το μῦμα «είδος φαγητού»].