ἐργώδης: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />laborieux, difficile.<br />'''Étymologie:''' [[ἔργον]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />laborieux, difficile.<br />'''Étymologie:''' [[ἔργον]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[ἐργώδης]], -ες) [[έργον]]<br />[[επίπονος]], [[κοπιαστικός]].
}}
}}

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργώδης Medium diacritics: ἐργώδης Low diacritics: εργώδης Capitals: ΕΡΓΩΔΗΣ
Transliteration A: ergṓdēs Transliteration B: ergōdēs Transliteration C: ergodis Beta Code: e)rgw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A difficult, troublesome, ἐ. φαρμακεύεσθαι hard to purge, Hp.Aph.2.37, cf. X.Mem.2.6.9 ; ἐ. αἱ φαρμακεῖαι Hp.Aph.4.5 ; of persons, Thphr.Char.6.10 ; θυγάτηρ κτῆμ' ἐστὶν ἐργῶδες πατρί Men. 60 ; πολέμιος Plu.Marc.30 ; ἐργῶδές [ἐστιν] c.inf., Arist.EN1171a5, Philippid.9.9, cf. Sosip.1.24 : Comp. -έστερον Arist.EN1102a25, Luc.Halc.4 : Sup. -έστατος X.Mem.1.3.6. Adv. -δῶς with difficulty, ὑγιάζεται Hp.Aph.6.6, cf. Thphr.HP9.16.5, Ph.Bel.84.12.

German (Pape)

[Seite 1022] ες, mühsam, schwierig, lästig, Plat. Ep. IX, 357 e; θυγάτηρ κτῆμ' ἐστὶν ἐργῶδες πατρί Men. Stob. fl. 77, 5; Sp., wie Luc. Hermot. 1 Saturn. 7; πολέμιος Plut. Marc. 30; ἐργωδέστερον Xen. Mem. 2, 6, 9; ἐργωδέστατον 1, 3, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργώδης: -ες, (εἶδος) ἐπίπονος, ὀχληρός, ἐργ. φαρμακεύεσθαι, δύσκολος πρὸς κάθαρσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245, πρβλ. 1249, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 9· θυγάτηρ κτῆμ’ ἐστὶν ἐργῶδες πατρὶ Μένανδ. ἐν «Ἀνεψιοῖς» 2· πολέμιος Πλουτ. Μάρκελλ. 30· ἐργῶδές ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10, 5 κ. ἀλλ.· ἐργωδέστερον αὐτόθι 1. 13, 8, κ. ἀλλ. - Συγκριτ. καὶ ὑπερθ. -έστερος, -έστατος, Λουκ. Ἁλκ. 4, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
laborieux, difficile.
Étymologie: ἔργον, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM ἐργώδης, -ες) έργον
επίπονος, κοπιαστικός.