ἄποιος: Difference between revisions
(Bailly1_1) |
(big3_5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sans qualité, sans propriété.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ποῖος]]. | |btext=ος, ον :<br />sans qualité, sans propriété.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ποῖος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[inerte]] ἄ. δὲ καὶ ἀδύναμον τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.<i>Inst</i>.80, cf. <i>in Ti</i>.3.337.29, ἄψυχόν τι σῶμα καὶ ἄ. ἀργόν τε καὶ ἄπρακτον Plu.2.374e.<br />-ον<br /><b class="num">1</b> [[sin cualidad o accidente]] τὰ ... στοιχεῖα <i>Placit</i>.1.15.8, ὕλη Zeno <i>Stoic</i>.1.24, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.111, Plu.2.369a, Porph.<i>Sent</i>.21, Origenes <i>Or</i>.27.8, Clem.Al.<i>Strom</i>.5.14.89, ποιότης Plot.1.8.10, πάλιν δή φησι ... τὸν Σφαῖρον ἀποτελεῖν ἄποιον ὑπάρχοντα Phlp.<i>in GC</i> 19.7, οἱ ἄτομοι Plu.2.1110f (= Democr.A 57), φύσις Origenes <i>Io</i>.13.21 (p.245.6), cf. Athenag.<i>Leg</i>.10.3<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄ. Porph.<i>Abst</i>.1.30, de Dios, Gr.Nyss.M.44.1225B.<br /><b class="num">2</b> [[sin gusto]], [[sin sabor]] [[γεῦσις]] Aret.<i>SA</i> 2.7.5, ὕδωρ Ocell.2.3, Didym.M.39.700B, τὰ ἀποιότατα τῶν ὑδάτων Ath.33c, [[ἔλαιον]] Aret.<i>CA</i> 1.10.7, [[βοτάνη]] Orib.<i>Ec</i>.51.1, ἄποιον· ἀνήδονον, ἄνοστον Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, (ποιός)
A without quality or attribute, στοιχεῖα Placit.1.15.8; ὕλη Zeno Stoic.1.24, Chrysipp.Stoic.2.111; ποιότης Plot.1.8.10; γεῦσις Aret.SA2.7; τὸ ἄ. Porph.Abst.1.30; ἄποιον ὕδωρ pure water, Ath.1.33c (Sup.); ἄποιος βοτάνη Orib.Fr.52; ἄποιος διαβήτης diabetes insipidus. II (ποιεῖν) inert, ἄ. δὲ καὶ ἀδύναμον (v.l. ἀδύνατον) τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.Inst.80, cf. eund. in Ti.3.337 D.
German (Pape)
[Seite 304] ohne Qualität, ohne Eigenschaft, ὕλη, Materie, Plut. adv. St. 39. Dah. ὕδωρ άποιότατον, reines, farb- u. geschmackloses Wasser, Ath. I, 33 b. Auch vom Geschmack, γεῦσις, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἄποιος: -ον, (ποιὸς) ἄνευ ποιότητος ἢ ἰδιότητος, στοιχεῖα Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17· ὕλη Πλούτ. 2. 369Α· γεῦσις Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7· ἀποιον ὕδωρ, καθαρὸν ὕδωρ, Ἀθήν. 33C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans qualité, sans propriété.
Étymologie: ἀ, ποῖος.
Spanish (DGE)
-ον
inerte ἄ. δὲ καὶ ἀδύναμον τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.Inst.80, cf. in Ti.3.337.29, ἄψυχόν τι σῶμα καὶ ἄ. ἀργόν τε καὶ ἄπρακτον Plu.2.374e.
-ον
1 sin cualidad o accidente τὰ ... στοιχεῖα Placit.1.15.8, ὕλη Zeno Stoic.1.24, Chrysipp.Stoic.2.111, Plu.2.369a, Porph.Sent.21, Origenes Or.27.8, Clem.Al.Strom.5.14.89, ποιότης Plot.1.8.10, πάλιν δή φησι ... τὸν Σφαῖρον ἀποτελεῖν ἄποιον ὑπάρχοντα Phlp.in GC 19.7, οἱ ἄτομοι Plu.2.1110f (= Democr.A 57), φύσις Origenes Io.13.21 (p.245.6), cf. Athenag.Leg.10.3
•subst. τὸ ἄ. Porph.Abst.1.30, de Dios, Gr.Nyss.M.44.1225B.
2 sin gusto, sin sabor γεῦσις Aret.SA 2.7.5, ὕδωρ Ocell.2.3, Didym.M.39.700B, τὰ ἀποιότατα τῶν ὑδάτων Ath.33c, ἔλαιον Aret.CA 1.10.7, βοτάνη Orib.Ec.51.1, ἄποιον· ἀνήδονον, ἄνοστον Hsch.