ἀταμίευτος: Difference between revisions
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(Bailly1_1) |
(big3_7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui ne ménage pas, prodigue, intempérant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ταμιεύω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui ne ménage pas, prodigue, intempérant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ταμιεύω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no economizado]], [[no acumulado]] de concr. ἀθησαύριστα, ἀταμίευτα τὰ τῆς τροφῆς ἔστω Ph.2.175, cf. 113<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[no contenido]], [[descontrolado]] πάθος Luc.<i>Am</i>.54, ἡδοναί Max.Tyr.32.9, cf. Plu.2.12b, ἦθος ... κατὰ τῶν ἀπηχθημένων ἀταμίευτον I.<i>AI</i> 19.329, τὸ ἀταμίευτον τῆς ὁρμῆς I.<i>BI</i> 4.44, cf. 6.171.<br /><b class="num">2</b> [[que no se deja administrar]], [[ingobernable]] ἡ σκληρότης Arist.<i>GA</i> 788<sup>a</sup>34.<br /><b class="num">3</b> [[que no economiza]], [[pródigo]] ἀταμίευτοι καὶ πλουσίαι χάριτες Ph.1.5, cf. Poll.3.117.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[sin retener para sí]], [[sin guardar reservas]] ὁ δὲ ἀ. ταῖς ὀργαῖς ... χρώμενος Pl.<i>Lg</i>.867a<br /><b class="num">•</b>[[sin escatimar]], [[pródigamente]] πάντα ... ἀ. χαριζόμενοι Ph.2.274.<br /><b class="num">2</b> [[sin control]], [[en desorden]] ἀ. τῇ κατασκευῇ κέχρηται D.H.<i>Dem</i>.10, ἀ. σιτίων τε καὶ ποτῶν πιμπλάμενα Heraclit.<i>All</i>.14, ὑπὸ θυμοῦ ... ἀ. ἐπισπασθείς Plu.<i>Arat</i>.37, οὐ μὴ ἀναλίσκει τὴν [[ἑαυτοῦ]] δύναμιν ἀ. Ael.<i>NA</i> 13.14. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A that cannot be stored, Ph.2.113; that cannot be regulated, Arist.GA788a34; uncontrolled, inordinate, J.BJ4.1.6. Adv. -τως, ὑπὸ θυμοῦ ἐπισπασθείς Plu.Arat.37. 2 not needing to be husbanded, Max.Tyr.3.9, al. II Act., not husbanding, prodigal, lavish, χάριτες Ph.1.5: c. gen., ἡδονῶν Plu.2.12c. Adv. -τως, ταῖς ὀργαῖς χρώμενος Pl.Lg.867a; ἀ. πάντα χαρίζεσθαι Ph.2.274.
German (Pape)
[Seite 383] 1) nicht gut verwaltet, nicht gespart, Philo. – 2) nicht sparend, verschwenderisch, Plut. educ. lib. 15. – Adv. ἀταμιεύτως, ταῖς ὀργαῖς χρῆσθαι Plat. Legg. IX, 867 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτᾰμίευτος: -ον, ὁ μὴ ταμιευόμενος, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ φυλάξῃ, νὰ κρατὴσῃ ἐντός, δαψιλής, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 27· ἀταμιεύτοις καὶ πλουσίαις χάρισι Φίλων 1. 5: ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, ἀκατάσχετος, ἀταμίευτον γὰρ τῶν ἡδονῶν ἡ ἀκμὴ καὶ σκιρτητικὸν καὶ χαλινοῦ δεόμενον Πλούτ. 2. 12Β: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀφειδῶς, ἀσώτως, Πλάτω. Νόμ. 867Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne ménage pas, prodigue, intempérant.
Étymologie: ἀ, ταμιεύω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no economizado, no acumulado de concr. ἀθησαύριστα, ἀταμίευτα τὰ τῆς τροφῆς ἔστω Ph.2.175, cf. 113
•de abstr. no contenido, descontrolado πάθος Luc.Am.54, ἡδοναί Max.Tyr.32.9, cf. Plu.2.12b, ἦθος ... κατὰ τῶν ἀπηχθημένων ἀταμίευτον I.AI 19.329, τὸ ἀταμίευτον τῆς ὁρμῆς I.BI 4.44, cf. 6.171.
2 que no se deja administrar, ingobernable ἡ σκληρότης Arist.GA 788a34.
3 que no economiza, pródigo ἀταμίευτοι καὶ πλουσίαι χάριτες Ph.1.5, cf. Poll.3.117.
II adv. -ως
1 sin retener para sí, sin guardar reservas ὁ δὲ ἀ. ταῖς ὀργαῖς ... χρώμενος Pl.Lg.867a
•sin escatimar, pródigamente πάντα ... ἀ. χαριζόμενοι Ph.2.274.
2 sin control, en desorden ἀ. τῇ κατασκευῇ κέχρηται D.H.Dem.10, ἀ. σιτίων τε καὶ ποτῶν πιμπλάμενα Heraclit.All.14, ὑπὸ θυμοῦ ... ἀ. ἐπισπασθείς Plu.Arat.37, οὐ μὴ ἀναλίσκει τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ἀ. Ael.NA 13.14.