ἀσπασμός: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(Bailly1_1) |
(big3_7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />affection, tendresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσπάζομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />affection, tendresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσπάζομαι]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[saludo]] como muestra de amistad o respeto en un encuentro πολλοὺς ἀσπασμοὺς καὶ φιλότητας ἔχω Thgn.860, ἀσπασμοὶ ἐν ταῖς ἀγοραῖς <i>Eu.Matt</i>.23.7, <i>Eu.Marc</i>.12.38, <i>Eu.Luc</i>.11.43, ἕωθεν μὲν ἐν ἀσπασμοῖς διατρίβουσιν Gal.10.76, διὰ τῆς προπόσεως ἀ. Ath.13f, ὁ δὲ τῷ ἀσπασμῷ τιμηθείς Prisc.13.1.43<br /><b class="num">•</b>crist. [[ósculo de la paz]] ὁ θειότατος ἀ. Dion.Ar.<i>EH</i> M.3.437A<br /><b class="num">•</b>esp. en cont. de despedida [[saludo]], [[adiós]] ὁ ἀ. τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου 1<i>Ep.Cor</i>.16.21, ἡμῶν τὸν ἀσπασμόν <i>POxy</i>.471.67 (II d.C.) ἀποθνῄσκοντι τελευταίων ἀσπασμῶν ἐκοινώνησα Ph.2.45, cf. D.H.4.4<br /><b class="num">•</b>[[beso]] de despedida al cadáver μετὰ ... τὸν ἀσπασμὸν ἐπιχέει τῷ κεκοιμημένῳ τὸ [[ἔλαιον]] ὁ ἱεράρχης Dion.Ar.<i>EH</i> M.3.565A.<br /><b class="num">2</b> [[cariño]], [[afecto]], [[apego]] ἵνα ... ἡγεμόνες ἠθῶν χρηστῶν ἀσπασμοῦ προσήκοντος γίγνωνται Pl.<i>Lg</i>.670e, τῷ ἐκείνων μίσει τε καὶ ἀσπασμῷ Pl.<i>Lg</i>.919e, εὔνοια· ἀνθρώπου πρὸς ἄνθρωπον ἀ. Pl.<i>Def</i>.413b, οὐδὲ ... κυνῶν ἀ. οὐδ' ἵππων Plu.2.821a. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A greeting, embrace, Thgn.860 (pl.); οἱ ἔσχατοι, οἱ τελευταῖοι ἀ., D.H.4.4, Ph.2.45: generally, salutation, Ev.Matt.23.7, Ev.Marc.12.38, POxy. 471.67 (ii A. D.), Gal.10.76, Prisc.p.316 D. 2 affection, opp. μῖσος, Pl.Lg.919e.
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, Begrüßung, Umarmung, Theogn. 840; N. T.; Liebe, Ggstz μῖσος Plat. Legg. XI, 919 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπασμός: ὁ, χαιρετισμός, ἐναγκαλισμός, φίλημα, Θέογν. 858· ἐν γένει χαιρετισμός, Εὐ. κ. Ματθ. κγ΄, 7, κ. Μάρκ. ιβ΄, 38. 2) ἀγάπη, στοργή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μῖσος, Πλάτ. Νόμ. 919Ε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
affection, tendresse.
Étymologie: ἀσπάζομαι.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 saludo como muestra de amistad o respeto en un encuentro πολλοὺς ἀσπασμοὺς καὶ φιλότητας ἔχω Thgn.860, ἀσπασμοὶ ἐν ταῖς ἀγοραῖς Eu.Matt.23.7, Eu.Marc.12.38, Eu.Luc.11.43, ἕωθεν μὲν ἐν ἀσπασμοῖς διατρίβουσιν Gal.10.76, διὰ τῆς προπόσεως ἀ. Ath.13f, ὁ δὲ τῷ ἀσπασμῷ τιμηθείς Prisc.13.1.43
•crist. ósculo de la paz ὁ θειότατος ἀ. Dion.Ar.EH M.3.437A
•esp. en cont. de despedida saludo, adiós ὁ ἀ. τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου 1Ep.Cor.16.21, ἡμῶν τὸν ἀσπασμόν POxy.471.67 (II d.C.) ἀποθνῄσκοντι τελευταίων ἀσπασμῶν ἐκοινώνησα Ph.2.45, cf. D.H.4.4
•beso de despedida al cadáver μετὰ ... τὸν ἀσπασμὸν ἐπιχέει τῷ κεκοιμημένῳ τὸ ἔλαιον ὁ ἱεράρχης Dion.Ar.EH M.3.565A.
2 cariño, afecto, apego ἵνα ... ἡγεμόνες ἠθῶν χρηστῶν ἀσπασμοῦ προσήκοντος γίγνωνται Pl.Lg.670e, τῷ ἐκείνων μίσει τε καὶ ἀσπασμῷ Pl.Lg.919e, εὔνοια· ἀνθρώπου πρὸς ἄνθρωπον ἀ. Pl.Def.413b, οὐδὲ ... κυνῶν ἀ. οὐδ' ἵππων Plu.2.821a.