ἐξελληνίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(Bailly1_2)
(12)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire remonter à une origine grecque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἑλληνίζω]].
|btext=faire remonter à une origine grecque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἑλληνίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξελληνίζω]])<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] κάποιον σε Έλληνα ή [[κάτι]] σε ελληνικό<br /><b>2.</b> [[δίνω]] σε ξένες λέξεις ελληνικό τύπο («εξελληνισμένες λέξεις»)<br /><b>μσν.</b><br />[[μεταφράζω]] στα Ελληνικά.
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελληνίζω Medium diacritics: ἐξελληνίζω Low diacritics: εξελληνίζω Capitals: ΕΞΕΛΛΗΝΙΖΩ
Transliteration A: exellēnízō Transliteration B: exellēnizō Transliteration C: eksellinizo Beta Code: e)cellhni/zw

English (LSJ)

   A turn into Greek: ἐ. ὄνομα trace it to a Greek origin, Plu. Num.13; put it in a Greek form, J.AJ1.6.1.    II intr., to be good Greek, Anon.in SE63.37.

German (Pape)

[Seite 876] ganz griechisch machen, ὄνομα Plut-Num. 13; ins Griechische übersetzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελληνίζω: μεταβάλλω εἰς Ἑλληνικόν, ἐξελληνίζω ὄνομα, δίδω εἰς αὐτὸ Ἑλληνικὴν παραγωγήν, Πλουτ. Νουμ. 13· δίδω εἰς λέξιν τινὰ Ἑλληνικὸν τύπον, Κίτιος ὑπὸ τῶν ἐξελληνισάντων αὐτὴν καλεῖται Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 6, 1.

French (Bailly abrégé)

faire remonter à une origine grecque.
Étymologie: ἐξ, ἑλληνίζω.

Greek Monolingual

(AM ἐξελληνίζω)
1. μεταβάλλω κάποιον σε Έλληνα ή κάτι σε ελληνικό
2. δίνω σε ξένες λέξεις ελληνικό τύπο («εξελληνισμένες λέξεις»)
μσν.
μεταφράζω στα Ελληνικά.