δήμευσις: Difference between revisions
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
(Bailly1_1) |
(big3_11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />confiscation.<br />'''Étymologie:''' [[δημεύω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />confiscation.<br />'''Étymologie:''' [[δημεύω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[confiscación]], [[incautación]] pública de bienes, esp. en cont. polít. o judicial, abs. θάνατος καὶ φυγὴ καὶ δ. Arist.<i>Pol</i>.1298<sup>a</sup>6, σφαγὰς ... ἢ ἐλάσεις ἢ δημεύσεις Luc.<i>Phal</i>.1.3, cf. Plu.2.782c, ὥστε ἐκ τῆς συκοφαντίας [[αὐτοῦ]] παθεῖν με δήμευσιν καὶ θλίψιν <i>POxy</i>.2267.8 (IV d.C.), cf. 1101.25 (IV d.C.), <i>IEphesos</i> 39.23 (VI d.C.), φυγαὶ καὶ δημεύσεις Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.123, cf. Basil.<i>Hex</i>.5.2 (p.286), Gr.Naz.M.35.1209C, Synes.<i>Ep</i>.66 (p.113.10), Pall.<i>V.Chrys</i>.20.609<br /><b class="num">•</b>frec. c. gen. δ. χρημάτων Pl.<i>Prt</i>.325c, <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.96.7 (V a.C.), Arist.<i>Ath</i>.67.5, δ. τῶν ὑπαρχόντων D.21.43, cf. 17.15, Isoc.18.19, δ. τῆς οὐσίης <i>IMylasa</i> 2.10 (IV a.C.), D.S.18.65, cf. Socr.<i>Ep</i>.7.5, δ. τῶν ὄντων Hld.2.9.3, cf. 6.2.3, δ. περιουσίας App.<i>BC</i> 1.73, κτημάτων ὧν ἐκέκτηντο δημεύσεις D.H.5.13, cf. Lib.<i>Or</i>.22.24, Eus.<i>VC</i> 1.55.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A confiscation of property, θάνατον ἢ φυγὴν ἢ δ. χρημάτων IG12.101.7, cf. Pl.Prt.325c (pl.), D.17.15; δ. alone, Arist. Pol.1298a6; δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν D.21.43; τῆς οὐσίης SIG167.26 (Mylasa, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 561] ἡ, die mit der Achtserklärung verbundene Einziehung des Vermögens; χρημάτων, Plat. Prot. 325 c; Dem. 17, 15; vgl. Arist. pol. 4, 11. 6, 3; auch Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δήμευσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς τὸ δημόσιον μεταβίβασις τῆς περιουσίας τινός, Λατ. publicatio bonorum, χρημάτων δημεύσεις Πλάτ. Πρωτ. 325C, πρβλ. Δημ. 215. 24, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 3· δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν Δημ. 528. 7· τῆς οὐσίας Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
confiscation.
Étymologie: δημεύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
confiscación, incautación pública de bienes, esp. en cont. polít. o judicial, abs. θάνατος καὶ φυγὴ καὶ δ. Arist.Pol.1298a6, σφαγὰς ... ἢ ἐλάσεις ἢ δημεύσεις Luc.Phal.1.3, cf. Plu.2.782c, ὥστε ἐκ τῆς συκοφαντίας αὐτοῦ παθεῖν με δήμευσιν καὶ θλίψιν POxy.2267.8 (IV d.C.), cf. 1101.25 (IV d.C.), IEphesos 39.23 (VI d.C.), φυγαὶ καὶ δημεύσεις Gr.Nyss.Eun.1.123, cf. Basil.Hex.5.2 (p.286), Gr.Naz.M.35.1209C, Synes.Ep.66 (p.113.10), Pall.V.Chrys.20.609
•frec. c. gen. δ. χρημάτων Pl.Prt.325c, IG 13.96.7 (V a.C.), Arist.Ath.67.5, δ. τῶν ὑπαρχόντων D.21.43, cf. 17.15, Isoc.18.19, δ. τῆς οὐσίης IMylasa 2.10 (IV a.C.), D.S.18.65, cf. Socr.Ep.7.5, δ. τῶν ὄντων Hld.2.9.3, cf. 6.2.3, δ. περιουσίας App.BC 1.73, κτημάτων ὧν ἐκέκτηντο δημεύσεις D.H.5.13, cf. Lib.Or.22.24, Eus.VC 1.55.3.