ἐπισπερχής: Difference between revisions

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />actif, empressé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπέρχω]].
|btext=ής, ές :<br />actif, empressé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπέρχω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισπερχής]], -ές (Α)<br />[[ορμητικός]], [[σφοδρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερχής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σπέρχομαι</i> «κινούμαι ορμητικά»].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπερχής Medium diacritics: ἐπισπερχής Low diacritics: επισπερχής Capitals: ΕΠΙΣΠΕΡΧΗΣ
Transliteration A: episperchḗs Transliteration B: episperchēs Transliteration C: episperchis Beta Code: e)pisperxh/s

English (LSJ)

ές,

   A hasty, hurried, μὴ ἐ. ἀλλ' ἀγαθὸς φαινέσθω Arist. Phgn.808a7, cf.807b5. Adv.-χῶς X.Cyr.4.1.3: Comp.-εστέρως Aen. Tact.26.10.

German (Pape)

[Seite 981] ές, eilig, hastig, heftig, Arist. Physiogn. 3, wo er τρίχωμα μαλακόν, τῷ σώματι συγκεκαθικὸς οὐκ ἐπισπερχές entgegengesetzt. – Adv., Xen. Cyr. 4, 1, 3; ἐπισπερχεστέρως ἐξετάζειν, strenger untersuchen, Aen. Poliorc. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπερχής: -ές, ὁρμητικός, σφοδρός, τῷ σχήματι καὶ τῷ ἤθει τῷ ἐπὶ τοῦ προσώπου μὴ ἐπισπερχὴς ἀλλ’ ἀγαθὸς φαινέσθω Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 2. ― Ἐπίρρ. -χῶς, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3. ― Κάθ’ Ἡσύχ., «ἐπισπερχῶς· μετὰ σπουδῆς».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
actif, empressé.
Étymologie: ἐπισπέρχω.

Greek Monolingual

ἐπισπερχής, -ές (Α)
ορμητικός, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σπερχής (< σπέρχομαι «κινούμαι ορμητικά»].