δρῶπαξ: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(Bailly1_2) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ακος (ὁ) :<br />sorte d’emplâtre de résine, onguent pour épiler.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[δρέπω]]. | |btext=ακος (ὁ) :<br />sorte d’emplâtre de résine, onguent pour épiler.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[δρέπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δρῶπαξ]], ο (AM)<br /><b>1.</b> [[έμπλαστρο]] από [[πίσσα]] ανακατωμένη με άλλες φαρμακευτικές ουσίες κατάλληλο για [[αποψίλωση]], αποτριχωτική [[αλοιφή]]<br /><b>2.</b> άντρας που φροντίζει υπερβολικά τον καλλωπισμό του δέρματός του, [[κίναιδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, (δρέπω)
A pitch-plaster, Hp.Ep.19 (Hermes 53.71), Gal.6.416, Dsc.Eup.1.233, Archig. ap. Aët.3.180:—also neut. pl. δρώπακα (sc. φάρμακα), Gal.18(2).894. [ᾰ in Lat. gen., Mart.3.74, 10.65.]
German (Pape)
[Seite 670] ακος, ὁ (δρέπω), Pechmütze, um Haare auszuziehen, Medic., vgl. Martial. 3, 74. 10, 65.
Greek (Liddell-Scott)
δρῶπαξ: -ακος, ὁ, (δρέπω) ἔμπλαστρον ἐκ πίσσης, Συνέσ. 75D, Γαλην. [ᾰ ἐν τῇ γενικῇ, Μαρτιάλ. 3. 74., 10. 65).
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
sorte d’emplâtre de résine, onguent pour épiler.
Étymologie: DELG cf. δρέπω.
Greek Monolingual
δρῶπαξ, ο (AM)
1. έμπλαστρο από πίσσα ανακατωμένη με άλλες φαρμακευτικές ουσίες κατάλληλο για αποψίλωση, αποτριχωτική αλοιφή
2. άντρας που φροντίζει υπερβολικά τον καλλωπισμό του δέρματός του, κίναιδος.