ποικιλτής: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />ouvrier brodeur.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλλω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />ouvrier brodeur.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ποικίλτρια]], ΝΑ [[ποικίλλω]]<br />[[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στα ποικίλματα, στη [[διακόσμηση]] υφασμάτων («βαφεῖς... ζωγράφοι, ποικιλταί», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλτής Medium diacritics: ποικιλτής Low diacritics: ποικιλτής Capitals: ΠΟΙΚΙΛΤΗΣ
Transliteration A: poikiltḗs Transliteration B: poikiltēs Transliteration C: poikiltis Beta Code: poikilth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A broiderer, pattern-weaver, Aeschin.1.97, Arist. Mete.375a27, LXXEx.28.6, BGU34 ii 24 (ii/iii A.D.), Chor.in Hermes 17.226, etc.:—fem. ποικῐλ-τρια, Str.17.1.36.

German (Pape)

[Seite 651] ὁ, der bunt machende, mannichfaltig, kunstreich verzierende, bes. der bunte, gestickte Kleider machende, der Sticker; ἀνήρ, Aesch. 1, 97; Plut. Pericl. 12 u. a. Sp., wie LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλτής: -οῦ, ὁ, ὁ ποικίλλων, ὁ ἐργαζόμενος εἰς «κεντήματα», Αἰσχίν. 14. 4, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 29, κτλ. ― θηλ. ποικίλτρια, Στράβων 17, 1, 36.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ouvrier brodeur.
Étymologie: ποικίλλω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ποικίλτρια, ΝΑ ποικίλλω
τεχνίτης ειδικός στα ποικίλματα, στη διακόσμηση υφασμάτων («βαφεῖς... ζωγράφοι, ποικιλταί», Πλούτ.).