ποικιλτής: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />ouvrier brodeur.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλλω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />ouvrier brodeur.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[ποικίλτρια]], ΝΑ [[ποικίλλω]]<br />[[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στα ποικίλματα, στη [[διακόσμηση]] υφασμάτων («βαφεῖς... ζωγράφοι, ποικιλταί», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A broiderer, pattern-weaver, Aeschin.1.97, Arist. Mete.375a27, LXXEx.28.6, BGU34 ii 24 (ii/iii A.D.), Chor.in Hermes 17.226, etc.:—fem. ποικῐλ-τρια, Str.17.1.36.
German (Pape)
[Seite 651] ὁ, der bunt machende, mannichfaltig, kunstreich verzierende, bes. der bunte, gestickte Kleider machende, der Sticker; ἀνήρ, Aesch. 1, 97; Plut. Pericl. 12 u. a. Sp., wie LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλτής: -οῦ, ὁ, ὁ ποικίλλων, ὁ ἐργαζόμενος εἰς «κεντήματα», Αἰσχίν. 14. 4, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 29, κτλ. ― θηλ. ποικίλτρια, Στράβων 17, 1, 36.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
ouvrier brodeur.
Étymologie: ποικίλλω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ποικίλτρια, ΝΑ ποικίλλω
τεχνίτης ειδικός στα ποικίλματα, στη διακόσμηση υφασμάτων («βαφεῖς... ζωγράφοι, ποικιλταί», Πλούτ.).