κυκλωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />arrondi.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλόω]].
|btext=ή, όν :<br />arrondi.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλόω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κυκλωτός]], -ή, -όν) [[[κυκλώ]] (II)]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κύκλου, [[στρογγυλός]] («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιφερειακός]] («[[κυκλωτός]] [[δρόμος]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυκλωτά</i> (Α κυκλωτῶς)<br />σε [[σχήμα]] κύκλου, κυκλικά, ολοτρόγυρα.
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλωτός Medium diacritics: κυκλωτός Low diacritics: κυκλωτός Capitals: ΚΥΚΛΩΤΟΣ
Transliteration A: kyklōtós Transliteration B: kyklōtos Transliteration C: kyklotos Beta Code: kuklwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A rounded, A.Th.540.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλωτός: -ή, -όν, ἔχων σχῆμα κύκλου, στρογγύλος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
arrondi.
Étymologie: κυκλόω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κυκλωτός, -ή, -όν) [[[κυκλώ]] (II)]
αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
περιφερειακόςκυκλωτός δρόμος»).
επίρρ...
κυκλωτά (Α κυκλωτῶς)
σε σχήμα κύκλου, κυκλικά, ολοτρόγυρα.