ἡμιωβολιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(Bailly1_2)
(16)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui vaut une demi-obole;<br /><b>2</b> de la largeur d’une demi-obole.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμιωβόλιον]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui vaut une demi-obole;<br /><b>2</b> de la largeur d’une demi-obole.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμιωβόλιον]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡμιωβολιαῑος, -α, -ον (Α) [[ημιώβολο]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] μισού οβολού<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μέγεθος]] μισού οβολού.
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1171] α, ον, einen halben Obolus werth, Ar. Ran. 554; so groß wie ein halber Obolus, Xen. Mem. 1, 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιωβολιαῖος: -α, -ον, ἔχων ἀξίαν ἡμίσεος ὀβολοῦ, Ἀριστοφ. Βατρ. 554· ἔχων τὸ μέγεθος ἡμίσεος ὀβολοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui vaut une demi-obole;
2 de la largeur d’une demi-obole.
Étymologie: ἡμιωβόλιον.

Greek Monolingual

ἡμιωβολιαῑος, -α, -ον (Α) ημιώβολο
1. αυτός που έχει αξία μισού οβολού
2. αυτός που έχει μέγεθος μισού οβολού.