μεταζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=atteler autrement.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ζεύγνυμι]].
|btext=atteler autrement.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ζεύγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταζεύγνυμι]] (ΑM)<br />[[λύνω]] [[άλογο]] από τον [[ζυγό]] και το [[ζεύω]] σε [[άλλη]] [[άμαξα]] («ὁμοῡ δὲ τοῡ ἀγῶνος ὄντος οὐδενὶ ἅρματι ἔτι καιρὸς τοὺς ἵππους μεταζευγνύναι», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζεύγνυμι]] «[[ζεύω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταζεύγνῡμι Medium diacritics: μεταζεύγνυμι Low diacritics: μεταζεύγνυμι Capitals: ΜΕΤΑΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: metazeúgnymi Transliteration B: metazeugnymi Transliteration C: metazeygnymi Beta Code: metazeu/gnumi

English (LSJ)

   A unyoke and put to another carriage, ἵππους X.Cyr. 6.3.21.

German (Pape)

[Seite 146] (s. ζεύγνυμι), umspannen, anders spannen, ἴππους, Xen. Cyr. 6, 3, 21.

Greek (Liddell-Scott)

μεταζεύγνῡμι: λύω ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ καὶ ζευγνύω εἰς ἄλλην ἅμαξαν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 21.

French (Bailly abrégé)

atteler autrement.
Étymologie: μετά, ζεύγνυμι.

Greek Monolingual

μεταζεύγνυμι (ΑM)
λύνω άλογο από τον ζυγό και το ζεύω σε άλλη άμαξα («ὁμοῡ δὲ τοῡ ἀγῶνος ὄντος οὐδενὶ ἅρματι ἔτι καιρὸς τοὺς ἵππους μεταζευγνύναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ζεύγνυμι «ζεύω»].