κακοσχολία: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(Bailly1_3)
(18)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mauvais emploi de son loisir, perte du temps.<br />'''Étymologie:''' [[κακόσχολος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />mauvais emploi de son loisir, perte du temps.<br />'''Étymologie:''' [[κακόσχολος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοσχολία]], ἡ (Α) [[κακόσχολος]]<br /><b>1.</b> κακή [[ενασχόληση]], το να δαπανά [[κανείς]] με κακές ενασχολήσεις την ώρα της σχόλης του<br /><b>2.</b> [[ραθυμία]], [[οκνηρία]], [[τεμπελιά]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοσχολία Medium diacritics: κακοσχολία Low diacritics: κακοσχολία Capitals: ΚΑΚΟΣΧΟΛΙΑ
Transliteration A: kakoscholía Transliteration B: kakoscholia Transliteration C: kakoscholia Beta Code: kakosxoli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mischief, malpractice, Delph.3(1).362i32 (ii B. C.), Plu.2.274d.

German (Pape)

[Seite 1304] ἡ, schlechte Anwendung der Muße, wie Plut. Quaest. Rom. 40 von den Ringschulen sagt πολὺν ἄλυν καὶ σχολὴν ἐντεκεῖν ταῖς πόλεσι καὶ κακοσχολίαν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvais emploi de son loisir, perte du temps.
Étymologie: κακόσχολος.

Greek Monolingual

κακοσχολία, ἡ (Α) κακόσχολος
1. κακή ενασχόληση, το να δαπανά κανείς με κακές ενασχολήσεις την ώρα της σχόλης του
2. ραθυμία, οκνηρία, τεμπελιά.