πεντεσύριγγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à cinq trous ; τὸ πεντεσύριγγον ([[ξύλον]]) machine à cinq trous (pour la tête, les bras et les jambes) instrument de torture ; <i>fig.</i> qui immobilise <i>ou</i> paralyse les membres.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], σύριγξ.
|btext=ος, ον :<br />à cinq trous ; τὸ πεντεσύριγγον ([[ξύλον]]) machine à cinq trous (pour la tête, les bras et les jambes) instrument de torture ; <i>fig.</i> qui immobilise <i>ou</i> paralyse les membres.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], σύριγξ.
}}
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[πεντασύριγγος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πέντε]] σύριγγες, [[πέντε]] οπές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πεντεσύριγγον [[ξύλον]]»<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ξύλινο όργανο βασανισμού το οποίο είχε [[πέντε]] οπές [[μέσα]] από τις οποίες διαπερνούσαν τον τράχηλο, τα χέρια και τα πόδια τών βασανιζομένων κακούργων<br />β) «[[πεντεσύριγγος]] [[νόσος]]»<br />(με μτφ. σημ.) η [[παράλυση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντε</i>- / <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σῦριγξ]], -<i>γγος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντεσύριγγος Medium diacritics: πεντεσύριγγος Low diacritics: πεντεσύριγγος Capitals: ΠΕΝΤΕΣΥΡΙΓΓΟΣ
Transliteration A: pentesýringos Transliteration B: pentesyringos Transliteration C: pentesyriggos Beta Code: pentesu/riggos

English (LSJ)

[ῡ], ον,

   A with five holes, ξύλον π. pillory, Ar. Eq. 1049, cf. Poll.8.72 : metaph., of palsy, π. νόσος Polyeuct. ap. Arist. Rh. 1411a22.

German (Pape)

[Seite 558] = πεντασύριγγος; ξύλον, Ar. Equ. 1044, ein Strafwerkzeug von Holz mit fünf Löchern, durch welche nach dem Schol. die beiden Füße, die Arme u. der Hals gesteckt wurden; Polyeuct. bei Arist. rhet. 3, 10 νόσος πεντεσύριγγος, von einem paralytischen Menschen.

Greek (Liddell-Scott)

πεντεσύριγγος: [ῠ], -ον, ὁ ἔχων πέντε ὀπάς, ξύλον π., εἶδος ξυλίνου κολαστηρίου ὀργάνου ἔχοντος πέντε ὀπάς, δι’ ὧν ἐπερῶντο ἡ κεφαλή, αἱ χεῖρες καὶ οἱ πόδες τῶν κολαζομένων κακούργων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 72· καλούμενον π. νόσος ὑπὸ τοῦ Πολυεύκτ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πεντεσύριγγον ξύλον· πέντε ὀπὰς ἔχον κατὰ τὸ δεσμωτήριον· τέσσαρας μὲν εἰς ἃς οἱ πόδες καὶ αἱ χεῖρες διείροντο· μίαν δὲ δι’ ἧς ὁ τράχηλος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinq trous ; τὸ πεντεσύριγγον (ξύλον) machine à cinq trous (pour la tête, les bras et les jambes) instrument de torture ; fig. qui immobilise ou paralyse les membres.
Étymologie: πέντε, σύριγξ.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. πεντασύριγγος, -ον, Α
1. αυτός που έχει πέντε σύριγγες, πέντε οπές
2. φρ. α) «πεντεσύριγγον ξύλον»
(κατά τον Ησύχ.) ξύλινο όργανο βασανισμού το οποίο είχε πέντε οπές μέσα από τις οποίες διαπερνούσαν τον τράχηλο, τα χέρια και τα πόδια τών βασανιζομένων κακούργων
β) «πεντεσύριγγος νόσος»
(με μτφ. σημ.) η παράλυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- / πεντα- + σῦριγξ, -γγος].