ἐσχατεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. part. prés.</i><br />être à l’extrémité.<br />'''Étymologie:''' [[ἔσχατος]].
|btext=<i>seul. part. prés.</i><br />être à l’extrémité.<br />'''Étymologie:''' [[ἔσχατος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐσχατεύω]] (Α) [[έσχατος]]<br /><b>1.</b> ευρίσκομαι, [[είμαι]] στο [[άκρο]] («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» — τα [[άκρα]], οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι στο [[άκρο]] ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («[[ἐσχατεύω]] τῶν διδασκόντων», Φιλόθ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἐσχατεύοντες τόποι» — οι τελευταίοι, οι ακραίοι τόποι.
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχᾰτεύω Medium diacritics: ἐσχατεύω Low diacritics: εσχατεύω Capitals: ΕΣΧΑΤΕΥΩ
Transliteration A: eschateúō Transliteration B: eschateuō Transliteration C: eschateyo Beta Code: e)sxateu/w

English (LSJ)

   A to be at the end, τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων the parts farthest off, i.e. the branches, Thphr. CP5.1.3, cf. Plu.2.366b ; -εύοντες τόποι Arist.Cael.298a14 ; to be at the extremity, τῆς Ἀρκαδίας Plb.4.77.8.    II to be the lowest or meanest, τῶν διδασκόντων Phld.Rh.2.54S.

German (Pape)

[Seite 1045] dasselbe, z. B. ἐσχατεύουσα τῆς 'Αρκαδίας Pol. 4, 77, 8; Theophr. u. Sp., auch nur im partic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχᾰτεύω: τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων, τὰ ἄκρα αὐτῶν, δηλ. οἱ κλῶνες, οἱ πτόρθοι ἢ ἀκρεμόνες, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 3, πρβλ. Πλούτ. 2. 366Β· εἶμαι εἰς τὸ ἔσχατον μέρος τόπου τινός, εἰς τὴν ἄκραν, ἐσχατεύουσα (ἡ Τριφυλία) τῆς Ἀρκαδίας ὡς πρὸς τὰς χειμερινὰς δύσεις, Πολύβ. 4. 77, 8.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
être à l’extrémité.
Étymologie: ἔσχατος.

Greek Monolingual

ἐσχατεύω (Α) έσχατος
1. ευρίσκομαι, είμαι στο άκρο («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» — τα άκρα, οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.)
2. βρίσκομαι στο άκρο ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», Πολ.)
3. είμαι ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («ἐσχατεύω τῶν διδασκόντων», Φιλόθ.)
4. φρ. «οἱ ἐσχατεύοντες τόποι» — οι τελευταίοι, οι ακραίοι τόποι.